Πότε Χάρηκε και Γιατί Λυπήθηκε ο Θεός
Ένα πολύ σημαντικό περιστατικό, που θυμούμαι από τον Άγιο Ευμένιο, είναι μία προσευχή του έκανε: “Κύριε Ιησού Χριστέ, θέλω να σώσεις όλους τους ανθρώπους”.
“Κι εχάρη ο Θεός”, μου έλεγε.
“Και μετά είπα:
“Κύριε Ιησού Χριστέ, θέλω να σώσεις όλους τους Καθολικούς. Και όλους τους Προτεστάντες, Χριστέ μου, θέλω να σώσεις”. Κι εχάρη ο Θεός.
“Θέλω να σώσεις και τους μουσουλμάνους και όσους ανήκουν σε όλες τις θρησκείες, και τους άθεους ακόμα θέλω να σώσεις”. Κι εχάρη πολύ ο Θεός.
Και του είπα: “Χριστέ μου, θέλω να σώσεις όλους τους απ’ αιώνες κεκοιμημένους από Αδάμ μέχρι τώρα”. Κι εχάρη ο Θεός πολύ.
Και είπα: “Θεέ μου, θέλω να σώσεις και τον Ιούδα”. Και στο τέλος είπα: “Θέλω να σώσεις και τον διάβολο”. Κι ελυπήθη ο Θεός”.
Του λέω:
—“Γιατί λυπήθηκε ο Θεός;”.
—“Διότι θέλει ο Θεός και δεν θέλουν αυτοί” μου απάντησε, “δεν υπάρχει ίχνος καλής θελήσεως σωτηρίας στον διάβολο”.
“Καλά” του είπα, “πώς κατάλαβες εσύ πότε ο Θεός χαιρόταν και πότε ελυπήθη;”.
Και μου λέει: “Άμα η καρδιά σου γίνει ένα με την καρδία του Χριστού, αισθάνεσαι αυτά που αισθάνεται”.
Δηλαδή αντιλαμβάνεσαι τι εύρος είχε η καρδία αυτού του ανθρώπου;
Αυτό είναι από τα πιο δυνατά που έχω ακούσει και δεν το έχω ακούσει από κανέναν άλλον. Κι αυτό το καταλάβαινε από την ένταση της Χάριτος. Ανάλογα με τον βαθμό της Χάριτος αντιλαμβανόταν την λύπη ή την χαρά Του, σ’ αυτό που ο ίδιος έλεγε ή έκανε.
Ταπείνωση. Το μόνο πράγμα δεν μπορούν να κάνουν οι δαίμονες
Ο Γέροντας Κλεόπας Ηλίε έλεγε το εξής:
Οι δαίμονες γνωρίζουν να ψάλλουν, να θεολογούν καλύτερα απ’ όλους τους θεολόγους του κόσμου, να αγρυπνούν περισσότερο απ’ όλους τους μοναχούς, δεν κοιμούνται ποτέ, δεν τρώνε, πιστεύουν στον Θεό κλπ. Ένα έργο δεν μπορούν να κάνουν, να ταπεινωθούν.
Γεροντικό: Δέχεται ο Θεός τον Διάβολο σε Μετάνοια;
Η φιλανθρωπία του Θεού είναι μεγάλη και ατελείωτη και κανένας αμαρτωλός δεν πρέπει να απελπίζεται, ακόμη κι αν νομίζει ότι έχει γίνει όμοιος στην αμαρτία με τον διάβολο.
Κάποιος άγιος γέροντας, μεγάλος και διορατικός, έχοντας νικήσει και ξεπεράσει όλους τους πειρασμούς των δαιμόνων, είχε λάβει το χάρισμα να βλέπει οφθαλμοφανώς το πώς επιδρούν στην ζωή των ανθρώπων οι άγγελοι και οι δαίμονες· πώς δηλ. ο καθένας από την πλευρά του αγωνίζονται για την ψυχές των ανθρώπων. Ήταν δε τόσο μεγάλος και υψηλός στην αρετή, που τα ακάθαρτα πνεύματα τον υπολόγιζαν πολύ και συστέλλονταν μπροστά του. Πολλές φορές τα κορόιδευε και τα έβριζε θυμίζοντας τους την πτώση τους από τους ουρανούς και την αιώνια κόλαση του πυρός που τα περιμένει. Οι δαίμονες λοιπόν μιλούσαν με θαυμασμό για τον μεγάλο γέροντα κι έλεγαν ότι κανένας να μην τολμήσει στο εξής να παλέψει μαζί του ή έστω και να τον πλησιάσει, μη τυχόν και πληγωθεί από τον γέροντα, διότι έχει ανέλθει σε μεγάλο πλούτο απάθειας και είχε φτάσει στην Θέωση με την χάρη του Παναγίου Πνεύματος.
Ενώ λοιπόν έτσι είχαν τα πράγματα, κάποιος δαίμονας ρωτά έναν σύντροφο του:
— Αδελφέ Ζερέφερ (διότι αυτό ήταν το όνομα εκείνου του δαίμονος), αν κάποιος από εμάς μεταμεληθεί, τον δέχεται ο Θεός σε μετάνοια; Ναι ή όχι; Και ποιος άραγε να το γνωρίζει αυτό;
Και αποκρίθηκε ο Ζερέφερ:
Θέλεις να πάω στον μεγάλο γέροντα που δεν μας φοβάται, να τον ρωτήσω τάχα σχετικά μ’ αυτό και να τον δοκιμάσω;
Πήγαινε, αλλά πρόσεχε πολύ, γιατί ο γέροντας είναι διορατικός και θα καταλάβει ότι πηγαίνεις με δόλο και δεν θα πειστεί να ρωτήσει τον Θεό. Αλλά πήγαινε και ή τα καταφέρνεις ή απλώς δοκιμάζεις και φεύγεις.
Πήγε λοιπόν τότε ο Ζερέφερ σ’ εκείνον τον μεγάλο γέροντα και αφού πήρε σχήμα ανθρώπου, θρηνούσε και οδυρόταν μπροστά στον γέροντα. Ο Θεός θέλοντας να δείξει ότι δεν αποστρέφεται κανέναν που να έχει μετανοήσει, αλλά δέχεται όλους όσους προστρέχουν σ’ Αυτόν, δεν αποκάλυψε στον γέροντα τα σχετικά με τον δόλιο δράκοντα. Έτσι εκείνος τον έβλεπε σαν άνθρωπο και τίποτε περισσότερο. Γι’ αυτό και τον ρώτησε:
Για ποιο λόγο κλαις, άνθρωπε, και θρηνείς από τα κατάβαθα της καρδιάς σου, ραγίζοντας έτσι με τα δάκρυα σου και την καρδιά μου;
Εγώ, πάτερ άγιε, δεν είμαι άνθρωπος, αλλά, όπως μου φαίνεται, διάβολος πονηρός, λόγω του πλήθους των εγκλημάτων μου.
— Και τι θέλεις να κάνω για σένα, αδελφέ; (Διότι νόμιζε ότι από μεγάλη ταπείνωση αυτοαποκαλείται δαίμονας ο άνθρωπος, αφού ο Θεός δεν του είχε φανερώσει ακόμη τι συνέβαινε στην πραγματικότητα).
Τίποτε περισσότερο δεν σου ζητώ, άνθρωπε του Θεού, παρά να παρακαλέσεις πολύ τον Κύριο και Θεό σου να σου φανέρωση αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Διότι αν δέχεται εκείνον, τότε θα δεχθεί κι εμένα που δεν υστερώ σε τίποτε από λόγου του.
Να κάνω όπως θέλεις. Για την ώρα όμως πήγαινε σήμερα σπίτι σου κι έλα αύριο εδώ να σου πω το θέλημα του Θεού.
Και σαν έγινε αυτό, άπλωσε τα χέρια ο γέροντας εκείνο το βράδυ και παρακάλεσε τον φιλάνθρωπο Θεό να του φανέρωση αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Κι αμέσως του παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, φωτεινός σαν αστραπή, και του λέει:
Τάδε λέγει Κύριος ο Θεός σου: «Γιατί με παρακαλείς για χάρη του δαίμονα; Και γιατί ήρθε αυτός δολίως να σε πειράξει;»
Και πώς ο Κύριος δεν μου αποκάλυψε την περίπτωση, αποκρίθηκε ο γέροντας, αλλά μου την απέκρυψε, ώστε να μη την αντιληφθώ;
Μη λυπηθείς γι’ αυτό το πράγμα. Διότι πρόκειται για κάποια θαυμαστή οικονομία του Θεού προς ωφέλεια των αμαρτωλών, ώστε να μην απελπίζονται. Διότι κανέναν από εκείνους που προσέρχονται σ’ Αυτόν δεν τον αποστρέφεται ο υπεράγαθος Θεός, ακόμη κι αν αυτός είναι ο ίδιος ο Σατανάς και διάβολος. Επίσης γίνεται αυτό για να φανεί η σκληρότητα και η απόγνωση των δαιμόνων.
Όταν λοιπόν έλθει, μη τον σκανδαλίσεις απ’ την αρχή, αλλά πες του τα εξής: «Για να καταλάβεις ότι ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και κανένα από όσους προστρέχουν σ’ Αυτόν δεν τον αποστρέφεται, ακόμη κι αν αυτός είναι δαίμονας και διάβολος, υποσχέθηκε κι εσένα να σε δεχθεί, εάν βέβαια φυλάξεις αυτά που σε προστάζει». Και τότε θα σου πει: «Ποια είναι αυτά;» Κι εσύ να του πεις: «Ο Κύριος και Θεός γνωρίζει πολύ καλά ποιος είσαι και από πού ήρθες, για να Τον δοκιμάσεις. Διότι εσύ είσαι το αρχαίο κακό, που από την υπερηφάνεια σου δεν έχεις μάθει να γίνεσαι καινούργιο καλό. Πώς λοιπόν θα μπορέσεις να ταπεινωθείς και να βρεις έλεος με την μετάνοια; Για να μην έχεις όμως πρόφαση απολογίας ενώπιον Του κατά τη ημέρα της κρίσεως ότι δήθεν ήθελες να μετανοήσεις κι ο Θεός δεν σε δέχθηκε, πρόσεχε τα λόγια μου, πώς πρέπει ν’ αρχίσεις τη σωτηρία σου.
Ο Κύριος είπε να καθίσεις επί τρία χρόνια σε ένα τόπο ακίνητος και στραμμένος μέρα-νύχτα προς ανατολάς και να φωνάζεις εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το αρχαίον κακόν και πάλι άλλες εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το βδελύγμα της ερημώσεως και πάλι άλλες τόσες Ο Θεός, ελέησόν με την εσκοτισμένην απάτην. Αυτά να τα φωνάζεις αδιάκοπα, γιατί δεν έχεις σώμα για να κουραστείς και να λιποψυχήσεις. Όταν δε τα κάνεις αυτά με ταπείνωση, τότε θα επανέλθεις στην αρχαία τάξη και θα συγκαταριθμηθείς με τους αγγέλους του Θεού». Αν λοιπόν συμφωνήσει μαζί σου να τα κάνει αυτά, δέξου τον σε μετάνοια. Αλλά γνωρίζω καλά ότι το αρχαίο κακό δεν γίνεται καινούργιο καλό. Γράψε όμως αυτά που θα συμβούν, για να σώζονται μέχρι των εσχάτων ημερών, ώστε να μη απελπίζονται όσοι θέλουν να μετανοήσουν. Διότι αυτή η διήγηση θα συντέλεση πάρα πολύ στο να πληροφορηθούν οι άνθρωποι ότι είναι εύκολο να μην απελπίζονται για την σωτηρία τους.
Αυτά είπε ο Άγγελος και ανέβηκε στους ουρανούς. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ήρθε ο δαίμονας και άρχισε από μακριά να θρηνεή υποκριτικά και να χαιρετά τον γέροντα. Ο γέροντας από την αρχή δεν ξεσκέπασε την μηχανορραφία του, μόνο έλεγε από μέσα του: «Κακώς ήρθες κλέφτη, διάβολε, σκορπιέ, αρχαίο κακό, το ιοβόλο φίδι το παμπόνηρο». Έπειτα του λέει:
— Γνώριζε ότι παρακάλεσα τον Κύριο καθώς σου υποσχέθηκα και ότι σε δέχεται σε μετάνοια, εάν βέβαια εκτελέσεις αυτά που σε διατάζει δι’ εμού ο κραταιός και πανίσχυρος Θεός.
Και ποια είναι αυτά που όρισε ο Θεός να κάνω;
Ο Θεός προστάζει να σταθείς σ’ ένα τόπο για τρία χρόνια στραμμένος προς ανατολάς και να φωνάζεις νύχτα-μέρα επί τρία έτη εκατό φορές: Ο Θεός, ελέησόν με, το βδέλυγμα της ερημώσεως, άλλες τόσες φορές: Ο Θεός, ελέησόν με, την εσκοτισμένην απάτην κι άλλες τόσες Ο Θεός, ελέησόν με, το αρχαίον κακόν, και όταν τα κάνεις αυτά, θα σε συναριθμήσει με τους αγγέλους Του.
Τότε ο Ζερέφερ, ο υποκριτής της μετανοίας, ακούγοντας τα αυτά, γέλασε αμέσως δυνατά και λέει:
— Βρε σαπρόγερε, αν ήταν να αποκαλέσω τον εαυτό μου βδέλυγμα της ερημώσεως και αρχαίο κακό και εσκοτισμένη απάτη, θα το έκανα μια και καλή από την αρχή και θα σωζόμουνα. Τώρα εγώ αρχαίο κακό; Μη γένοιτο! Και ποιος το λέει αυτό; Εγώ είμαι αρχαίο καλό και πολύ καλό μάλιστα. Και δηλαδή τώρα, όσο είμαι ακόμα θαυματουργός και όλοι με φοβούνται και υποτάσσονται σε μένα, να αποκαλέσω εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου βδελύγμα της ερημώσεως και εσκοτισμένη απάτη και αρχαίο κακό; Όχι, γέροντα! Όχι, όσο εξουσιάζω τους αμαρτωλούς, να γίνω εγώ δούλος αχρείος, ταπεινός και ευτελής με την μετάνοια! Όχι, γέροντα! Όχι, γέροντα! Όχι, μη γένοιτο να καταντήσω εγώ σε τέτοια ατιμία!
Αυτά είπε το ακάθαρτο πνεύμα και εξαφανίστηκε αλαλάζοντας. Ο γέροντας τότε σηκώθηκε να προσευχηθεί ευχαριστώντας τον Θεό και λέγοντας:
— Αλήθεια είπες, Κύριε, ότι αρχαίο κακό καινούργιο καλό δεν γίνεται.
Αυτά, αγαπητοί μου, δεν τα διηγήθηκα έτσι απλώς και τυχαία, αλλά για να πληροφορηθείτε το μέγεθος της αγαθότητος του Δεσπότη Χριστού· ότι αφού και τον διάβολο δέχεται σε μετάνοια, πόσο μάλλον τους ανθρώπους, που για χάρη τους έχυσε το ίδιο Του το αίμα.