Εισαγωγή
Το βιβλίο του πατέρα Ανδρέα Θεοφιλόπουλου παρέχει μια λεπτομερή περιγραφή της συνάντησης ενός Λιβανέζου προσκυνητή με αόρατους ασκητές στη Σκήτη της Αγίας Άννας. Οι ασκητές του είπαν ότι προσεύχονται για τον κόσμο εδώ και πολλά χρόνια και φαινόταν να έχουν την ίδια ηλικία, παρά τη μακρόχρονη παρουσία τους στο Άγιο Όρος.
Η ιστορία του πατέρα Αρσένιου Μπόκα αναδεικνύει τη θαυματουργική φύση του Αγίου Όρους, όπου μια αγία μορφή εμφανίστηκε για να καθοδηγήσει και να βοηθήσει τον νεαρό μοναχό στο έργο του.
Μια άλλη μαρτυρία περιγράφει μια ομάδα προσκυνητών που άκουσαν μια μυστηριώδη φωνή να δοξάζει τον Θεό στην έρημο κοντά στο κελί του Αγίου Προφήτη Δανιήλ. Η φωνή αναγνωρίστηκε αργότερα ότι ανήκε σε έναν αόρατο ασκητή, αναδεικνύοντας την παρουσία αυτών των μορφών σε φαινομενικά απρόσιτες και απομακρυσμένες περιοχές του Αγίου Όρους.
Αόρατοι Ασκητές: πρώτη μαρτυρία
Η συγκλονιστική μαρτυρία για τους Αόρατους Ασκητές είναι από το βιβλίο του μακαριστού Μοναχού Πατρός Ανδρέα Θεοφιλόπουλου, Γεροντικό του Αγίου Όρους, τόμος 1, όπως αναδημοσιεύεται στο βιβλίο «Οι Αόρατοι Ερημίτες του Άθωνα, το μυστήριο της Αθωνικής Ερήμου» που έγραψε ο μοναχός Βλάσιος Αγιορείτης.
Περί το έτος 1978, ένας ορθόδοξος χριστιανός εκ Λιβάνου, πρόσφυγας στην Κανά της Γαλιλαίας, ένεκα του εμφυλίου τότε πολέμου μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών του Λιβάνου, ήρθε ως προσκυνητής στο Άγιον Όρος.
Στο προσκύνημά του στο όρος, περιελήφθη και η σκήτη της Αγίας Άννης. Δικαίος τότε, στη σκήτη ήταν ο γέρων Κύριλλος από την καλύβη των Αννανέων του Τιμίου Σταυρού. Αφού φιλοξενήθηκε ο ξένος αυτός στο κυριακό της σκήτης, το πρωί ερώτησε τον Δικαίο για να μάθει το μονοπάτι που ανεβάζει προς τον Άθωνα. Αφού του υπέδειξε ο πατήρ Κύριλλος τον δρόμο προς τον Άθωνα, ο Λιβανέζος ξεκίνησε αφού τον ευχαρίστησε πρώτα με πολύ χαρά, διότι ο καιρός ήταν καλός και ήταν 20 Σεπτεμβρίου. Το βράδυ γύρισε κατάκοπος από την κούραση και το ταξίδι του στον Άθωνα, οπότε αποσύρθηκε στο δωμάτιό του για ξεκούραση και ύπνο. Η πρωί της επομένης, πριν αναχωρήσει από τη σκήτη, σκέφτηκε να ερωτήσει για κάποιους μοναχούς που συνάντησε στον Άθωνα και του κίνησαν την περιέργεια.
Όταν κατέβαινε από τον Άθωνα, λέγει στο γέροντα Κύριλλο με τα σπασμένα του ελληνικά ο Λιβανέζος, συνάντησε ένα κελί στα δεξιά της καταβάσεως προς την Παναγία, εκεί που είναι ο μεγάλος κατήφορος που λέγει την τοποθεσία του Βαβύλα και δυο μοναχούς να παίρνουν νερό από τον κήπο. Τον καλωσόρισαν και αφού τον οδήγησαν στο κελί, του πρόσφεραν φρέσκα σύκα και έφαγε. Εκεί, στο κελί, παρατήρησε ότι υπήρχαν δέκα περίπου μοναχοί οι οποίοι ήσαν ακουμπισμένοι στα μπαστούνια τους και με το κομποσκοίνι στο χέρι φαίνονταν ότι εκείνη την ώρα ήσαν προσευχόμενοι. Αφού τους ρώτησε ο Λιβανέζος πόσο καιρό έχουν εκεί, του είπαν ότι είχαν πολλά χρόνια και τίποτα άλλο δεν κάνουν παρά μόνο προσεύχονται για όλον τον κόσμο. Και φαίνονταν να είναι περίπου όλοι της ίδιας ηλικίας και δεν ήσαν και πολύ μεγάλες ηλικίες. Και ρωτούσε τον Δικαίο να μάθει λεπτομέρειες.
Ο Δίκαιος, αφού σκέφτηκε λίγο απορώντας δια την παράξενη αφήγηση του επισκέπτη του, του είπε ότι στην περιοχή εκεί που λέγεται Βαβύλας δεν υπάρχει κανένα κελί ούτε και μοναχή, αλλά ο τόπος είναι έρημος. Και ακολούθως το ξεπροβόδισε λέγοντάς του. Να χαίρεσαι αδελφέ, διότι φάνηκες τυχερός. Φαίνεται ότι η καρδιά σου είναι πιστή, απλή και καθαρή. Διότι αγίους ανθρώπους είδες, οι οποίοι εμφανίζονται σε όποιον θέλουν, ο οποίος είναι και άξιος. Διότι εμφανίστηκαν και σε άλλους καλούς μοναχούς και λαϊκούς τέτοιοι άγιοι άνδρες, παλαιότερα όμως, στην έρημο του Άθωνα. Και αφού χαιρετήθηκαν, ανεχώρησε ο Λιβανέζος από τη Σκήτη πνευματικά χαρούμενος, ο δε πατήρ Κύριλλος έμεινε εκστατικός, διαλογιζόμενος για τους παράξενους εκείνους αγίους μοναχούς, που του υπέδειξε ο Θεός του πιστού και απλού αυτού προσκυνητού.
Αόρατοι Ασκητές: δεύτερη μαρτυρία
Ο μεγάλος σύγχρονος Άγιος της Ρουμανίας, πατήρ Αρσένιος Μπόκα, ο οποίος απεβίωσε το 1989, έλαβε το χάρισμα της προφητείας στο Άγιο Όρος και επιστρέφοντας στη Ρουμανία, έγινε μεγαλύτερη πνευματική μορφή της χώρας όλων των καιρών.
Μια υπέροχη ιστορία του Αγίου Όρος με αφηγητή τον πατέρα Αρσένιο Μπόκα, τότε ένας νεαρός άγαμος διάκονος, Μπόκα Ζιαν. Δουλεύουμε αρκετές ημέρες για να κατασκευάσουμε τα σκαλοπάτια από τη σκήτη του προδρόμου προς το σπήλιο του Αγίου Αθανασίου που βρίσκεται περίπου 50 μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Χρησιμοποιούσαμε κομμάτια βράχου αρκετά σκληρά, πελεκημένα με τη σμίλη. Συνεργαζόμασταν με τον Πορφύριο και τον Δομέτιο από το κελί του αγίου Υπατίου στο βατοπεδινό κελί. Αλλά, ήμασταν στην υπακοή του πατρός Αρσενίου Μάντρεα, ηγούμενου της σκήτης προδρόμου.
Η συμμετοχή σε αυτό το έργο ήταν για εμένα ένα είδος πληρωμής, όχι σε χρήμα, αλλά για την αντιγραφή των πατέρων της φιλοκαλίας από την πλούσια σε χειρόγραφα βιβλιοθήκη. Το έργο, μου ανατέθηκε από το Μητροπολίτη Νικόλο Μπαλάν και από τον καθηγητή πατέρα Δημήτριο Στονιλοάε. Έπρεπε να σπάσουμε και να πελεκήσουμε τις πέτρινες πλάκες. Μετά θα τις μεταφέραμε ψηλά στο λόφο με όποιο τρόπο μπορούσαμε. Χρησιμοποιούσαμε μπαστούνια από καστανιά και κομμάτια σχοινιά από παλιά πλοία που μύριζαν θάλασσα, φύκια και ψάρια. Πεινούσαν και διψούσαν. Το στόμα μου ήταν στεγνό και πικρό. Ήταν αρχές Απριλίου, μόλις ξεχειμώνιαζε. Ο ήλιος μας χτυπούσε, αλλά δεν ήταν καυτός. Σκεφτόμουν τους αγίους του Σινά που ανέβαιναν βήμα-βήμα προς την κορυφή όπου ο Μωυσής δέχθηκε το όνομα. Προσπαθούσα να θυμηθώ πόσα σκαλοπάτια έχει ο δρόμος προς την κορυφή. Το μάθαμε στο λύκειο. Εδώ είχαμε να κάνουμε περίπου 300.
Η μητέρα μου, χριστιανή, έχει γαλάζια μάτια. Αυτή ήθελε από τότε που γεννήθηκα να γίνω ιερέας. Τώρα τη θυμήθηκα διότι δεν της έχω γράψει εδώ και ένα χρόνο. Της είπα ότι θέλω να γίνω μοναχός και ας στενοχωρήθηκε. Δεν της γράφω πλέον για να το συνηθίσει, για να με ξεχάσει. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή όχι. Εσύ στείλε. Δεν ξέρω, απάντησε ο Πορφύριος. Εσύ είσαι πιο μορφωμένος από μένα. Είτε της γράφεις, είτε όχι, αυτή οπωσδήποτε σε σκέφτεται διότι είναι μητέρα. Στείλε της ένα γράμμα. Θα χαρεί όταν το πάρει και θα καυχιέται στη γειτονιά για το παιδί της που βρίσκεται στο Άγιο Όρος, το περιβόλι της Παναγίας. Έτσι θα κάνω, όπως λες εσύ Δομέτιε.
Ο μοναχός Ιωακείμ με έμαθε να διαβάζω και μου έδειξε τα βιβλία του, είπε ο Δομέτιος. Όταν πήγαινε με τα πρόβατα, ερχόταν κι αυτό στο λόφο με τον τουρβά. Εκεί με δίδασκε, ήταν ο πνευματικός μου πατέρας. Παρακαλώ, πέρασα στο Άγιο Όρος, που είχε πάει στα γύρω χωριά να μαζέψει ελεημοσύνες για την ανακαίνιση της Μονή Ζωγράφου, στην οποία βρίσκεται η σημαία του Στεφάνου του Μεγάλου με το Άγιο Μεγαλομάρτυρα. Έτσι, άκουσα για πρώτη φορά για το Άγιο Όρος, μόλις ήμουν 13 ετών. Αυτός ήταν Ρουμάνος και ζούσε μαζί με Έλληνες.
Πρώτα, ήταν στο κελί της γεννήσεως της Θεοτόκου που ανήκει στη Μονή Βατοπεδίου και είχε πνευματικό τον Νικόδημο, μαθητή του Αρσενίου του Ησυχαστή. Αυτός ο Αρσένης ήταν πολύ καλός γλύπτης, σε ξύλο και μάρμαρο, και άφησε πολλά και ωραία χειροποίητα αντικείμενα. Σταυρούς, καντήλια, ποτήρια, φανάρια, γλάστρες. Έκανε και δύο περίφημα γλυπτά, τη Σταύρωση και τη Δευτέρα Παρουσία. Για να τα σκαλίσει, εργαζόταν 15 ολόκληρα χρόνια. «Νηστέψαμε όλη την ημέρα», είπε ο Δομέτιος. «Διψάω και νομίζω βλέπω οράματα. Βλέπω συνέχεια ένα πλάσμα εκεί πάνω στον τείχος εκείνο το κελί που νόμιζα ότι ήταν εγκαταλελειμμένο. Είναι κάτι περίεργο ή θαύμα. Άλλο ότι έχει μορφή λιονταριού, άλλο ότι ανθρώπου. Εσείς δεν βλέπετε». Να σου εξηγήσει ο διάκονος Ζιαν, διότι είναι ζωγράφος, εγώ είμαι απλός αμόρφωτος μοναχός. «Ναι», είπα κι εγώ, «Οι τέσσερις Ευαγγελιστές έχουν δίπλα τους ένα πλάσμα σαν σύμβουλο και πεμπτουσία του μηνύματος του Ιερού Ευαγγελίου που έγραψε ο κάθε ένας. Ο Ματθαίος που ήταν τελώνης πριν να γνωρίσει τον Σωτήρα, έχει σύμβολο τον άγγελο. Ο Μάρκος έχει το μοσχάρι, ο Λουκάς το λιοντάρι, ο Ιωάννης έχει τον αετό.
Ξαφνικά ακούστηκε μια βροντή σαν να έπεφτε ένας ογκόλιθος. Μια συγκλονιστική φωνή έλεγε. «Ζιαν Μποκ από τη Ρουμανία, στείλε γράμμα στη μητέρα σου, αλλιώς θα πεθάνει και θα το έχεις βάρος στη συνείδησή σου. Ξέρω ότι είσαι παρθένος και δεν έχεις αγγίξει γυναίκα, αλλά είσαι υπερήφανος διότι είσαι αγιογράφος και έκοβες πτώματα στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου στο Βουκουρέστι. Πρέπει να νηστεύεις, πρέπει να προσεύχεσαι και να κόψεις 100 μπαστούνια καστανιάς σαν κανόνα της εξιλέωσης».
Εμείς προσπαθούσαμε να σπρώξουμε όλοι μαζί ένα μεγάλο ογκόλιθο πάνω σε δυο κυλινδρικά μπαστούνια καστανιάς. Το έργο ήταν πολύ δύσκολο λόγω της ανηφόρας. Ξαφνικά νιώσαμε ότι το φορτίο έγινε ελαφρύ και ο λίθος ανέβαινε σαν κάποιος να τον τραβούσε κάποιος ουράνιος μηχανισμός. Και ο Δομέτιος παρατήρησε κάτι γίνεται και έλεγε «Παναγία μου, ήρθ’ ο Άγιος». Αληθινά, δίπλα μας ήταν ένα πλάσμα, όμοιος άνθρωπος και θηρίο, με τα γένια μέχρι το έδαφος και τα μαλλιά σαν χαίτη λιονταριού. Έσπρωχνε μαζί μας το λίθο και αυτός τον έκανε να ανέβει. Έλεγε «Άξιον εστίν ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκο». Είχε μια αγγελική φωνή, ούτε έντονη ούτε βραχνή, αλλά ευχάριστη. Όλοι ψάλαμε «Άξιον εστίν». Η φωνή μου, που δεν ήταν εξασκημένη να ψάλλει, πήρε ένα μελωδικό χρώμα και έβγαζε ευχάριστους φθόγγους, τους οποίους εγώ δεν γνώριζα μέχρι τότε. Έψαλε και ο Πορφύριος με τη βαρύτονη φωνή του. Ο Δομέτιος μας ξεπερνούσε όμως όλους.
Ήμασταν στον παράδεισο. Τέσσερα πλάσματα στην άκρη του γκρεμού δοξολογούσαν την Παναγία. Ο νους μου όμως ήταν στο χωριό μου και έβλεπα τη μητέρα μου γονατισμένη μπροστά στην εικόνα της Παναγίας που προσευχόταν και έκλαιγε κρατώντας τη φωτογραφία μου στο χέρι. Το πλάσμα δίπλα μου, με μακριά γένια, μου είπε «Η μητέρα σου ονομάζεται Χριστιανή και είναι χήρα. Όταν σε γέννησε, σε αφιέρωσε στον Κύριο και στην Εκκλησία».
Συγκλονίστηκα, διότι είχα δίπλα με έναν Άγιο, έναν προφήτη, που γνωρίζει το παρελθόν μου και το όνομά μου. «Πάτερ, ποιο είναι το όνομά σας και ποιος είστε» ρώτησε ο Πορφύριος. Ο ξένος δεν του απάντησε αλλά είπε: Μη φοβάστε τον ηγούμενο Αρσένιο, δεν θα σας τιμωρήσει διότι δεν πήγατε στον Εσπερινό.
Ξέρατε ότι εννιά Αόρατοι Ασκητές του Άθωνα έρχονται φέτος το Πάσχα για τη θεία λειτουργία στη σκήτη του προδρόμου. Ένας είναι ο Πάτερ Ματθαίος από Καρακάλου. Ένας πολύ ταπεινός άνθρωπος που λειτουργεί κάθε μέρα στα κελιά και στις καλύβες που βρίσκει αντιμήνσιο. Θα λειτουργεί μέχρι την τελευταία του πνοή. Φέτος, το Πάσχα, θα χιονίσει στην κορυφή του Άθωνα. Θα συναντηθούμε πάλι το Πάσχα. Αδελφέ Ζιαν, μην ξεχάσεις να γράψεις τη μητέρα σου.
Ήμουν όλος έκθαμβος από τα γεγονότα. Ο μοναχός που μιλούσε έγινε ξαφνικά αόρατος. Με τραβούσε σαν μαγνήτης να κοιτάξω πίσω του. Είχε ήδη νυχτώσει και δεν μπορούσε να τον παρακολουθήσουν. Ο Πορφύριος μάζευε τα εργαλεία να τα βρούμε τακτοποιημένα την επόμενη μέρα. Ο Δομέτιος ήταν συγκλονισμένος και όπως πάντοτε έψαλε. Ακούστηκε η φωνή του πλάσματος που μόλις έφυγε του Πάγκαλου ο Πατρός. Δεν ήξερα πώς τον λένε, αλλά ελκύστηκα προς τα άνω και άρχισα να ανεβαίνω γρήγορα. Το μονοπάτι φωτιζόταν από ένα γαλάζιο φως σαν ηλεκτρικού τόξου. Το φως, που έρχονταν από το θαυμάσιο πλάσμα σαν από αναμμένο θαύμα που καιγόταν στο βουνό επάνω μας. Πίσω από εμένα ανέβαινε ο Πορφύριος λαχανιασμένος και μετά ο Δομέτιος ψάλλοντας.
Ο Άγιος μας φώτισε τον δρόμο προς την κορυφή. Ήταν ένα απροσδόκητο θεϊκό δώρο, διότι νύχτωσε για καλά και χωρίς φως θα πέφταμε στον γκρεμό.
Ο Πορφύριος είπε «Έχω δέκα χρόνια στο Άγιο Όρος και δεν έζησα κανένα θαύμα μέχρι σήμερα, αλλά τώρα μου φανερώθηκε το έλεος του Θεού διότι του Αγίου Αυτού. Μείνε πανάγιε, μην τρέξεις, διότι βλέπουμε το φως σου σαν φάρο που μας οδηγεί και μπορούμε να ανέβουμε το βουνό χωρίς να πέσουμε στον γκρεμό».
«Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού» (Ψαλμ. 67,36) μίλησε ψαλμικά και ο Δομέτιος. «Αδελφέ Ζιαν σήμερα δέχθηκες το βάπτισμα με φως και προφητεία διότι σου μίλησε ο ουρανός». «Εγώ δεν έλεγα τίποτα. Ένιωθα μια γερή συγκίνηση και ανεπανάληπτη ζεστασιά. Μετά από το βουνό, ο Άγιος έκανε σταυρό και έλεγε ρυθμικά, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού ελέησον με.
Ο Δομέτιος έψελε. «Μεθ’ ημών ο Θεός, γνώτε έθνη και ηττάσθε. Ότι μεθ’ ημών ο Θεός.»
Το φως μπήκε μπροστά μας στην πύλη της Μονής κι εμείς πίσω του. Φτάσαμε στην πόρτα που τότε έκλεινε.
Μας ξύπνησε η φωνή του ηγούμενου Αρσενίου Μάντρεα, που ήρθε ο ίδιος να κλείσει την πύλη.
Πόσα βήματα κάνατε πατέρες;
11 απάντησε ο Πορφύριος.
Καλά μπορείτε να πάτε στην τράπεζα για δείπνο. Θα ξυπνήσετε μόλις αρχίσει ο όρθρος.
Τρέξαμε στον νιπτήρα, πλυθήκαμε με κρύο νερό, πίνοντας και λίγο, αλλά σαν να μη διψούσα και δεν ήπια σταγόνα όλη την ημέρα. Πήγα στο κελί μου και ξάπλωσα στο σκληρό κρεβάτι, διότι με πονούσαν τα κόκκαλα και οι μύες από τον κόπο της ημέρας. Αλλά η ψυχή μου ήταν τόσο φωτισμένη και ευτυχισμένη.
Σήμερα, στο Άγιο Όρος έζησα το πρώτο θαύμα, γνώρισα έναν Άγιο, μια φλόγα πυρός. Είπα νοερά το Πάτερ ημών. Έκανα το σημείο του Σταυρού και έπεσα σε βαθύ ύπνο.
Αόρατοι Ασκητές: τρίτη μαρτυρία
Ένας προσκυνητής ανερχόμενος στον ανηφορικό δρόμο από την παραλία προς τη Μικρά Αγία Άννα, συνάντησε τούτους τους Αγίους περιπλανηθείς στο δάσος και θέλησε να τους ακολουθήσει. Αλλά εκείνοι του είπαν, εσύ αδερφέ προορίζεσαι για τη Μονή Ξενοφώντος και του έδειξαν το δρόμο για να πάει στον πνευματικό Παπα-Σάββα, να του πει εκείνος τι θα κάνει.
Ο προσκυνητής, αφού απομακρύνθηκε λίγο από τους Αγίους αυτούς, μετανόησε ότι άφησε κι έφυγαν τέτοιοι άγιοι. Γύρισε πίσω και για πολύ ώρα τους αναζητούσε αλλά δεν τους βρήκε πουθενά.
Τότε πήγε στον παπα-Σάββα και του ανέφερε την υπόθεση.
Ο παπα-Σάββας του είπε, εσύ παιδί μου, δεν είσαι για να τους ακολουθήσεις. Αλλά θα είχες αμφιβολία εάν υπάρχουν σήμερα στο άγιο Όρος τέτοιοι Άγιοι και για τούτο ο Θεός στους φανέρωσε. Εσύ θα καταβιώσεις στην Σκήτη του Ξενοφώντος.
Και πράγματι τούτο έγινε, διότι ο αδερφός αυτός έγινε μοναχός στη Σκήτη του Ξενοφώντος.
Αόρατοι Ασκητές: τέταρτη μαρτυρία
Σχετικώς με το γεγονός που ζήσαμε στο κελί του προφήτου Δανιήλ, παραθέτουμε παρακάτω την καταγραφή αυτού του γεγονότος, πιστεύοντας πως αξίζει να γνωστοποιηθεί και σε άλλους. Εξ αρχής, θέλουμε να διευκρινίσουμε ότι έχουμε τη βεβαιότητα ότι δεν λέμε κάτι πρωτάκουστο ή ότι τα παρακάτω αποτελούν μια αξεπέραστη πνευματική εμπειρία στο περιβόλι της Παναγίας. Αντιθέτως, γνωρίζουμε ότι είναι μια μαρτυρία από τις πολλές, η οποία αν και ίσως δεν έχει την ισχύ να επιβεβαιώσει ακράδαντα την παράδοση για τους Ερημίτες και Αόρατους Ασκητές του Αγίου Όρους, είναι όμως μια επιπλέον επανάληψη αυτής της παραδόσεως και το βασικότερο ότι εξάπαντος αποτελεί μια βέβαιη μαρτυρία της ζωής των Αγιορειτών Πατέρων που συνεχίζει την ασκητική παράδοση της ορθόδοξης εκκλησίας.
Πριν δύο χρόνια περίπου η Ιερά Μονή Οσίου Ξενοφώντος μας παραχώρησε το αρχαίο και εγκαταλειμμένο κελί της του Αγίου Προφήτη Δανιήλ και των τριών παίδων. Αυτό το κελί βρίσκεται σε μια ερημική τοποθεσία πάνω στο βουνό ανατολικά της Μονής Ξενοφώντος και βόρεια της σκήτης Ξενοφώντος. Δεν γειτνιάζει με κανέναν άλλο κελί παρά μόνο με ένα ερειπωμένο, επ’ ονόματι της Αγίας Τριάδος, ούτε καν φαίνεται από το κελί η σκήτη ή οτιδήποτε άλλο οίκημα στο οποίο να μαρτυρείται ή να δικαιολογείται ανθρώπινη παρουσία. Το μόνο που είναι ορατό είναι το βόρειο άκρο και τρούλοι της Μονής Ξενοφώντος που είναι κτισμένη στις εκβολές ενός χειμάρρου ο οποίος βρίσκεται σε μακρινή απόσταση από το κελί. Ο οποίος βρίσκεται στην αυλή ή τον εξώστη απλωταριά του προφήτη Δανία έχει μία πανοραμική θέα όλου σχεδόν του φαραγγιού από τα ανατολικά που είναι τα δοχειαρίτικα σύνορα μέχρι τα δυτικά, τη θάλασσα.
Η ηρεμία δε και η ησυχία που έχει το κελί είναι χαρακτηριστική και μόνο κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι διακόπτεται από τις ασταμάτητες λαλιές των αηδονιών και των άλλων οδικών πτηνών. Εκεί βρεθήκαμε για μία ακόμη φορά και εμείς οι φιλοξενούμενοι της Μονής Ξενοφώντος και ένοικοι του ιερού αυτού κελίου. Η παραμονή μας διήρκησε λίγες ημέρες αλλά είχε μεγάλη ευλογία, μία εμπειρία που δεν υπολογίζαμε ποτέ ότι θα την αξιωθούμε.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Στις 21 Απριλίου του 2010, προπαραμονές της πανηγύρεως της Μονής Ξενοφώντος που τιμάται επ’ ονόματι του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, βρεθήκαμε στο κελί του προφήτη Δανία. Είχαμε φτάσει κατά το μεσημέρι και μετά από σύντομη ανάπαυση και τακτοποίηση των πραγμάτων μας, ο γέροντας πρότεινε να πάμε σε ένα μικρό περίπατο. Περάσαμε και κατόπιν ακολουθήσαμε τον αδιέξοδο δρόμο που αρχίζει στην πρώτη στροφή και ο οποίος οδηγεί προς τα δοχειαρίτικα. Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ διότι ήδη είχε σουρουπώσει αρκετά. Σε ένα σημείο της διαδρομής μας, ένας από την ομάδα μας θέλοντας να συμπεράνει το βάθος του φαραγγιού που βρισκόταν μπροστά μας, έριξε τρεις πέτρες αρκετά μεγάλες προς το φαράγγι.
Οι δύο λαϊκοί που βρίσκονταν στην παρέα άδραξαν την ευκαιρία για να αστειευτούμε την επιπόλαιη αυτή πράξη λέγοντας πως ίσως κάποιος ερημίτης ασκητής ναι ήταν δέκτης αυτού του πετροβολητού. Ο γέροντας, αποσιωπώντας την κωμική πλευρά του θέματος, αναφέρθηκε στην ύπαρξη των ερημιτών και των αοράτων ασκητών στις αναφορές γύρω από διάφορα σχετικά συμβάντα και άφησε τον κάθε ένα ελεύθερο να αποδειχθεί ή όχι αυτή την παλαιά αγιορείτικη παράδοση για τους γυμνούς και αόρατους ασκητές που ζουν στις ερημιές του Αγίου Όρους.
Όταν επιστρέψαμε στο κελί είχε ήδη σκοτεινιάσει. Προσπαθήσαμε να βάλουμε προς την πετρελαιογεννήτρια αλλά παρά τις επίμονες προσπάθειές μας επί μισή ώρα περίπου το μηχάνημα δεν λειτούργησε και έτσι μείναμε αναγκαστικά με τα χέρια και τη λάμπα πετρελαίου. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά. Τα αστέρια ήταν διακριτά παρά την ελαφριά συννεφιά που είχε ο ουρανός και τα αηδόνια είχαν παραιτηθεί πλέον από το ολοήμερο κελάηδημά τους. Η σιωπή σε όλη την περιοχή ήταν πιο αισθητή τώρα μετά την πρόσφατη παύση, παρά τα μεσάνυχτα. Ο γέροντας είχε αποσυρθεί στο κελί του και τα άλλα τρία πρόσωπα κάθισαν μπροστά στην εξώπορτα του κελιού και μιλούσαν.
Καθώς μιλούσαν, ένας από αυτούς διέκρινε και μία άλλη, η δεύτερη φωνή, μακρινή και ακαθόριστη και μη θέλοντας να διακόψει το συνομιλητή του αρχικά δεν αντέδρασε. Εφόσον όμως αυτή η φωνή συνεχιζόταν ήδη για πέμπτο λεπτό, παίρνοντας θάρρος, διάκοψε αυτόν που μιλούσε ρωτώντας τον «ακούς κάτι». Αφού συγκέντρωσαν και οι δύο την προσοχή τους, άκουσαν μια φωνή που προερχόταν από το βάθος του χειμάρρου. Ήταν μια ανδρική ενθουσιώδης φωνή που φώναζε εκστατικά σχεδόν μέσα στη σιγαλιά της νύκτας και κάτω από το πανόραμα του ουρανίου στερεώματος «Δόξα σε ο Θεός, Κύριε σώσον τον κόσμο». Τα επαναλάμβανε συνεχώς και μεγαλόφωνα, καθώς και άλλα λόγια τα οποία, εξαιτίας της αποστάσεως και του αντίλαλου, ήταν ακαθόριστα. Αλλά από το ύφος της φωνής ήταν κάτι σαν ευχαριστία και δοξολογία στο Θεό καθώς και ικεσία για το έλεός του. Το άκουσε κατόπιν κι ο άλλος λαϊκός που ήταν στην παρέα. Και οι τρεις ακούγαμε έναν άνθρωπο που βρισκόταν μέσα στο πουθενά να ευχαριστεί και να δοξολογεί το Θεό. Γρήγορα ειδοποιήθηκε και ο γέροντας ο οποίος άκουσε αυτόν τον άγνωστων να δοξολογεί ακατάπαυστα, καθαρότατα όμως τον Θεό. Στη συνέχεια και για ένα μικρό διάστημα ο άγνωστος έπαυσε τη μεγαλόφωνη προσευχή του.
Όλοι αποσυρθήκαμε στα κελιά μας. Ο καθένας κράτησε τη δική τους στάση απέναντι σε αυτή την αναπάντεχη εμπειρία και κατάκοποι καθώς ήμασταν, γρήγορα αποκοιμηθήκαμε όλοι. Όλοι εκτός από τον γέροντα ο οποίος κάθισε στην απλωταριά αναμένοντας να ακροαστεί μία ακόμη φορά τον άγνωστο προσευχητή. Και όντως, μετά από ένα διάστημα περίπου μισής ώρας, τον άκουσε πάλι. Αυτή τη φορά έψαλε μεγαλόφωνα αναστάσιμους ύμνους. Και αυτό που μπορούσε ο γέροντας να διακρίνει ήταν το τροπάριο της πρώτης ωδής του κανόνα του Πάσχα, καθαρθώμεν τας αισθήσεις. Καθώς και άλλες προσευχές όπως «Κύριε σώσον τον κόσμο σου» και άλλα.
Την άλλη μέρα, όλοι κοιτάξαμε προς την πλευρά από όπου ερχόταν η χθεσινοβραδινή φωνή προσπαθώντας να καταλάβουμε το ακριβές σημείο που βρισκόταν αυτός ο άνθρωπος ή κάποιος σημάδι της παρουσίας του. Γρήγορα όμως, καταλάβαμε ότι κοπιάζουμε μάτια και παραιτηθήκαμε από την προσπάθειά μας. Έμεινε όμως μέσα στην ψυχή μας η περιέργεια να μάθουμε αν τυχόν υπάρχει κάποιο κελί στην περιοχή αυτή που να είναι αδιόρατο από την πλευρά του δικού μας κελιού.
Κατεβήκαμε στη Μονή για την έναρξη της αγρυπνίας προς τιμήν του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου και ο Γέροντάς μας συνάντησε τον πατέρα Σεραφείμ ο οποίος έχει γνώση του χώρου και πολύ αγάπη για τον προφήτη Δανιήλ και είναι αλήθεια ότι χωρίς τον πατέρα Σεραφείμ δεν θα γίνονταν και πολλά πράγματα. Τον ρώτησε σχετικά, αν υπάρχει εκεί κοντά κάποιο κελί και του ανέφερε το γεγονός. Μας διαβεβαίωσε πως όχι μόνο κελί δεν υπάρχει, αλλά και η απλή παρουσία οποιοδήποτε ανθρώπου είναι αν όχι αδύνατη, τουλάχιστον αδικαιολόγητη εξαιτίας της πυκνής βλάστησης και του απροσπέραστου της περιοχής.
Μετά από όλα αυτά ο κάθε ένας μας κράτησε μέσα στην ψυχή του την ανάμνηση αυτού του γεγονότος ενός ανθρώπου μέσα στην απόλυτη ερημιά, ανυποψίαστος για τη δική μας παρουσία που φώναζε ενθουσιασμένος και ευχαριστούσε τον Θεό. Και από τους αόρατους ασκητές να μην ήταν μόνο και μόνο αυτή η εγκάρδια προσευχή του τη νύχτα στη μέση του δάσους μας έδωσε το μήνυμα που ο Θεός επέτρεψε.
Αόρατοι Ασκητές: πέμπτη μαρτυρία
Πρώτα άκουσα για τους αόρατους ασκητές πριν από λίγα χρόνια, από έναν φίλο μου που ονομάζεται Τρύφωνας. όνομα όχι ιδιαίτερα συνηθισμένο. Το αναφέρω επειδή έχει κάποια σημασία στην εμπειρία που μου μετέφερε.
Είχε επισκεφθεί τότε για πρώτη φορά το Άγιο Όρος, κατά τα επόμενα χρόνια έγινε τακτικός επισκέπτης του, με διάθεση καλοπροαίρετη αλλά ιδιαίτερα δύσπιστη, θεωρώντας τον εαυτό του άθεο σκεπτικιστή, όπως έλεγε. Φιλοξενήθηκε σε κάποιο παραλιακό μοναστήρι, συγκεκριμένα στη Μονή του Οσίου Γρηγορίου.
Απολάμβανε τη γαλήνη του τοπίου χωρίς σκέψεις, όταν ξαφνικά βλέπει κάποιον να τρέχει με απίστευτη ταχύτητα, όπως μου είπε, προς το μέρος του και να κουνά τα χέρια του, σαν για να τραβήξει την προσοχή του. Δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι εκείνη την ώρα σε εκείνο το σημείο. Πλησιάζοντας, ακούει να του φωνάζει με λαχτάρα, Τρύφωνα, Τρύφωνα, είδα τον Θεό, μίλησα μαζί του. Μεγάλη μέρα σήμερα.
Όταν έφτασε κοντά του σταμάτησε, το κοίταξε στα μάτια και με άπλετο το χαμόγελο του είπε λαχανιασμένος από το πολύ τρέξιμο. Είμαι πολύ χαρούμενος σήμερα, Τρύφωνα, γι’ αυτό τρέχω. Ήταν μισόγυμνος και έμοιαζε με τρελό. Ξαφνιασμένος ο φίλος μου και πριν καν προλάβει να τον ρωτήσει τουλάχιστον πού ήξερε το όνομά του, ο τρελός καλόγερος εξαφανίστηκε.
Όταν διηγήθηκε την εμπειρία του καλόγερος του μοναστηριού που τον φιλοξενούσε, ομόφωνα όλοι του είπαν ότι πρόκειται σίγουρα για ένα από τους 12 αόρατους. Από τότε μέχρι σήμερα, δεν είδε ξανά κανένας τα πολυάριθμα ταξίδια του σε διάφορες περιοχές του Άθωνα.
Αόρατοι Ασκητές: έκτη μαρτυρία
Αξίζει να σας πω αυτά που μ’ ανέφερε ο Θανάσης, φίλος αγιογράφος, που επισκέπτεται κατά καιρού στο μοναστήρι της μικράς Αγίας Άννας για λόγους κυρίως επαγγελματικούς. Το μοναστήρι βρίσκεται σε μεγάλο ύψος και η θέα που μπορεί κάποιος να απολαύσει από εκεί είναι όπως λένε μοναδική.
Μετά από ένα περίπου μήνα, ο Θανάσης ξαναβρέθηκε εκεί, και όπως συνήθιζε, βγήκε με το φακό του για περίπατο. Είχε κρύο και υπέροχη διαφάνεια, μου είπε. Δεν είχε ύπνο και αφέθηκε να περιπλανηθεί μέσα στη νύχτα ως που έφτασε στα Κατουνάκια. Δεν ήταν άλλο στη πρώτη φορά που έκανε ανάλογες νυκτερινές βόλτες στο Άγιο Όρος. Ξαφνικά άκουσε πολύ κοντά του έντονο θόρυβο και το φακό του προς το μέρος από όπου έρχονταν ο θόρυβος και ενστικτωδώς έσκυψε για να πιάσει κάποιο ξύλο ή πέτρα ή οποιοδήποτε όργανο άμυνας για τον κίνδυνο που τον απειλούσε. Προς τη στιγμή νόησε ότι ήταν κάποιο μεγάλο ζώο. Άκουσε για δεύτερη φορά πιο δυνατό τον ήχο. Με το φακό του σταθερά στραμμένο προς τα εκεί και αρκετά τρομαγμένος είδε ξαφνικά μπροστά του μια ψηλόλιγνη φωτεινή σιλουέτα. Έναν άνδρα γυμνό και πολύ αδύνατο, με γενειάδα που έφτανε μέχρι τα γόνατά του. Η λαμπερή ύπαρξη του χαμογέλασε ήρεμα έκανε μπροστά του μετάνοια και εξαφανίστηκε χωρίς να πει τίποτα, αφήνοντας θεϊκή γαλήνη στον χώρο και τον Θανάση να κοιτά ακίνητος και ξαφνιασμένος μέσα στο τσουχτερό κρύο.
«Από το χαμόγελό του, θαρρείς ξεχυνόταν όλου του κόσμου η αγάπη», μου είπε όταν επέστρεψε. Δεν είπε τίποτα, μου έδωσε όμως τόση δύναμη, όσοι δεν θα μου έδιναν όλες οι φιλολογίες μαζεμένες, έλεγε συνεπαρμένος.
Οι μαρτυρίες ανθρώπων που άλλοι συνάντησαν μιλούν για άρρητα γλυκύτητα και έκχυση αγάπης, δίχως προϋποθέσεις και σχόλια. Για δυναμισμό μέσα στη σιωπή και στη γαλήνη. Για ολική δύναμη που δεν μπορεί να εκφραστεί, για αρμονία εσωτερική και ταυτόχρονα με το εξωτερικό περιβάλλον. Για άλλης ποιότητας ελευθερία που κανένα κοινωνικό, πολιτικό ή θρησκευτικό πρότυπο δεν μπόρεσε να εμπνεύσει και να πραγματώσει.
Αόρατοι Ασκητές. Εβδόμη μαρτυρία
Διήγηση Γέροντος Παρθενίου Αγιοπαυλίτου
Μία φορά που πήγαμε πάνω στο βουνό με τον μακαριστό Παπα-Ανδρέα, βρήκαμε δύο καλύβες με ξυλαράκια, με μία εικόνα και ένα καντηλάκι και μία αγωνιούλα, αλλά δεν βρήκαμε κανένα. Ψάξαμε από εδώ, ψάξαμε από εκεί, αλλά δεν βρήκαμε κανέναν ενώ ήταν εκεί κάποιος άνθρωπος. Γιατί και το καντηλάκι και ένα φαναράκι με λαδάκι ήταν αναμμένο και ένα βιβλίο που διάβαζε εκεί πέρα, αλλά και πάλι δεν βρήκαμε κανένα.
Άλλη φορά ξαναπήγαμε και βρήκαμε άλλη καλυβούλα εκεί πάνω. Εκεί που τελειώνουν τα πόταμα βράχια και αρχίζουν τα δέντρα, βρήκαμε το καλυβάκι και έναν ντορβαδάκι με λίγο παξιμάδι κρεμασμένο. Εκεί όλα τα πραγματάκια του, αλλά αυτόν δεν το βρήκαμε εκεί. Πού εξαφανίστηκε και δεν μας άκουσε όταν πήγαμε, εξαφανίστηκε. Ψάξαμε εδώ, ψάξαμε εκεί, δεν τον βρήκαμε και μπορεί να ήταν εκεί μπροστά μας και να μην τον βλέπαμε. Το καλυβάκι όμως το βρήκαμε.
Και άλλη φορά πήγαμε και βρήκαμε άλλο καλυβάκι σε άλλη μεριά, αλλά και πάλι δεν βρήκαμε κανέναν. Αυτοί τίθενται σε αορασία να πούμε. Τώρα πώς; Είναι θεϊκά μυστήρια.
Ο Αόρατος Ασκητής και ο Ιωάννης. Όγδοη μαρτυρία
Έχουμε ακούσει τον γέροντα Παΐσιο, πάτερ Μάρκελλε, να βεβαιώνει την ύπαρξη των γυμνών ασκητών της Συνεχή, καθώς αναπληρώνονται κατά θαυμαστό τρόπο οι εις Κύριον απερχόμενοι εξ’ αυτών. Θα έχετε ακούσει κι εσείς ασφαλώς πολλά. Μιλήστε μαζί αυτούς. Αλλά και για άλλα απλά και απλοϊκά γεροντάκια που έζησαν στο περιβόλι της Παναγίας και το κατεκόσμησαν ωσάν άνθη μυρίπνοα πνευματικά.
Γέροντας Μάρκελλος. Για τους Αόρατους Γυμνούς Ασκητές έχουμε πραγματικά ακούσει πολλά. Όπως, να σας πω μια ιστορίαν τους. Ήταν ένας δόκιμος, Ιωάννης το όνομά του, τον οποίον είχε υποτακτικό έναν γέροντα πολύ σκληρό. Ο Ιωάννης δεν αναπαυόταν κοντά του, γιατί δεν τον βοηθούσε πνευματικά να βρει την Νοερά Προσευχή. Τον δυσκόλευε στην άσκηση κτλ.
Πήγε λοιπόν Ιωάννης, επειδή ήταν φιλότιμο παιδί και ήθελε να προκόψει στην αιρετή και έκανε πνευματικό έναν άλλον γέροντα στα Καυσοκαλύβια. Αυτός το συμβούλευσε να σηκώνεται τη νύχτα την ώρα που κοιμόταν ο γέροντας του και να κάνει τότε τα πνευματικά του καθήκοντα, τον αγώνα του.
Πράγματι, ο Ιωάννης σηκωνόταν τη νύχτα και αγωνιζόταν κρυφά. Όμως ο γέροντας του τον πήρε είδηση και τον μάλωσε, γιατί κάνει άλλα από αυτά που τον πρόσταξε αυτός.
Τι να κάνει ο Ιωάννης, αποφάσισε να σηκώνεται να φεύγει τις νύχτες για να μην τον παίρνει είδηση ο γέροντας. Σηκωνόταν λοιπόν μόλις κοιμόταν ο γέροντας του και πήγαινε στο κυριακό της σκήτης και εκεί έξω από το νάρθηκα έκανε μετάνοιες, προσευχές, αγρυπνούσε με άσκηση και κόπου πολύ. Μια βραδιά εκεί που προσευχόταν βλέπει να έρχεται ένας από αυτούς τους γυμνούς ασκητές, αρκετά ηλικιωμένος.
Πλησιάζει ο ασπρομάλλης αυτός γέροντας χωρίς να δει τον Ιωάννη γιατί ήταν σκοτάδι, στέκεται μπροστά στην πόρτα της εκκλησιάς, τη σταυρώνει και η πόρτα ανοίγει. Μπαίνει, προχωρεί στο κέντρο του ναού, πέφτει στα γόνατα, σηκώνει τα χέρια προς τον ουρανό και αρχίζει να προσεύχεται μεγαλοφώνως. Προσευχόταν ώρα πολύ. Όταν τελείωσε, βγαίνει έξω, σταυρώνει πάλι την πόρτα και η πόρτα κλείνει. Σαν να μην μπήκε και να μην βγήκε κανείς.
Ξεκινά και παίρνει τον δρόμο ανηφορικά να πάει στην κορυφή του Άθωνα.
Μόλις είδε όλα αυτά ο Ιωάννης λέει συγκλονισμένη μέσα του. Να αυτός είναι γέροντας για μένα, αυτόν θα ακολουθήσω.
Ήταν λοιπόν κατά πόδας. Μπροστά ο γέροντας, πίσω υποτακτικός σε αρκετή απόσταση για να μην το καταλάβει. Λίγο πριν φτάσουν στην Παναγιά, ένα εκκλησάκι κάτω από την Αθωνική κορυφή όπου σταματούν συνήθως οι προσκυνητές για να ξεκουραστούν λίγο ή να περάσουν τη νύχτα, φοβήθηκε ο Ιωάννης. Μήτ’ έχω πάρει άλλο μονοπάτι ο γέροντας και το χάσει. Άνοιξε λοιπόν το βήμα για να τον φτάσει, για να πάρει την ευχή του και να του ζητήσει να τον κάνει υποτακτικό.
Μόλις τον πλησίασε, τον κατάλαβε ο γέροντας ασκητής. Σταματάει λοιπόν, γυρνάει και του λέει κάπως άγρια. Πού πηγαίνεις;
Γέροντα, ήρθα να πάρω την ευχή σου. Σε παρακαλώ να με πάρεις δόκιμα κοντά σου, γιατί δεν αναπαύομαι στον γέροντα μου.
Εκεί που μένουμε εμείς, είναι πολύ δύσκολες οι συνθήκες. Δεν μπορείς να ζήσεις εκεί. Θα πας πίσω στον γέροντα σου.
Μα ο γέροντας με πιέζει πολύ, έχω πολλές δύσκολες Άγιε Γέροντα.
Όχι παιδί μου, εκεί θα πας. Εκεί θα μείνεις και από εκεί θα βρεις τον παράδεισο σου.
Να’ναι ευλογημένο. Εφόσον δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, να’ναι ευλογημένο. Θα γυρίσω πάλι πίσω.
Παίρνει την ευχή και κάνει να φύγει.
Τον φωνάζει όμως ο ασκητής. Με λαχτάρα γυρίζει και ακούει να του λέει. Πρόσεξε παιδί μου. Ετοιμάσου. Γιατί σε λίγο καιρό θα φύγεις από αυτόν τον κόσμο. Και θα φύγεις μέσα από αυτήν την υπακοή. Δεν θα αλλάξεις γέροντα.Να’ναι ευλογημένο, λέει πάλι ο Ιωάννης.
Κατεβαίνει, πάει στο πνευματικό του. Έτσι και έτσι του λέει, βρήκα έναν αόρατο ασκητή και του ζήτησα να με κάνει υποτακτικό του. Αλλά αυτός μου είπε να κάνω υπακοή και να παραμείνω στο γέροντά μου και σε λίγες ημέρες πως θα φύγω από αυτόν τον κόσμο.
Όπως σου είπε, έτσι θα κάνεις και έτσι θα γίνει, του είπε ο πνευματικός του. Πράγματι, σε λίγο διάστημα κοιμήθηκε ο δόκιμος Ιωάννης. Όταν ήλθε η ώρα και έκαναν την εκταφή από την Αγία Κάρα του έτρεχε μύρο. Το χάσανε οι γέροντες. Τόσο νέος υποτακτικός και μάλιστα δόκιμος. Απέκτησε χάρη.
Με αυτό το περιστατικό βλέπετε τι σημαίνει υπακοή. Δίπλα σε αυτόν τον σκληρό γέροντα. Και όμως από εκεί θα πας στον παράδεισο του είχε πει ο ασκητής.
Αόρατοι Ασκητές: ένατη μαρτυρία
Πριν από λίγο καιρό κάποιος φίλος είχε πάει στο γέροντά του, στη σκήτη του, στην καψάλα. Ένα μαγευτικό και πνιγμένο στη βλάστηση μέρος ανάμεσα στις Καρυές και στη Μονή Παντοκράτωρ και Σταυρονικήτα.
Μετά από μια περιεκτική, όπως πάντα, συζήτηση που είχαν, με μεγάλο το πνευματικό όφελος, αποχαιρέτησε τον χαρισματικό αυτόν γέροντα, ενώ έξω περίμεναν δεκάδες προσκυνητές να προσκυνήσουν, και κίνησε με τα πόδια για τη Μονή του Παντοκράτορος, όπου συνήθως καταλύει όταν βρίσκεται στο Άγιο Όρος.
Ο δρόμος ήταν κατήφορος και φυσούσε ένα δροσερό αεράκι. Το τοπίο με φόντα τη θάλασσα ήταν μαγευτικό. Αλλά σε λίγο άρχισε να βρέχει και ο αέρας έγινε ξαφνικά πολύ δυνατό. Περπατούσε με μεγάλη δύσκολη, ώσπου έφτασε σε ένα μονοπάτι που έκοβε στην πλαγιά δεξιά από τον κυρίως δρόμο, σε μια απότομη κατηφόρα, και έφτανε πιο γρήγορα στο μοναστήρι που φαίνονταν μεγαλόπρεπο κάτω στην βραχώδη ακτή.
Μπήκε στο μονοπάτι, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι ήταν αδύνατο να το βαδίσει, καθώς ήταν πολύ στενό και το νερό το είχε μετατρέψει σε μικρό χείμαρρο.
Πολύ κουρασμένος, γύρισε προς τα πίσω να ανέβει αναγκαστικά ξανά στον κεντρικό δρόμο και τότε είδε από ψηλά στο δρόμο να περνάει ένα φορτηγό. Σκέφτηκε προς στιγμή ότι σώθηκε από την ταλαιπωρία, φώναξε δυνατά, αλλά δυστυχώς ο οδηγός του φορτηγού δεν τον άκουσε.
Τι κρίμα, σκέφτηκε, ο Θεός φαίνεται ήθελε να κουραστεί και άλλο. Ένιωθε πραγματικά εξουθενωμένος, καθώς ανέβηκε και ξαναβρέθηκε στον κυρίως δρόμο για το μοναστήρι.
Η βροχή τώρα έχει δυναμώσει και έχει γίνει μπόρα, ο αέρας φυσούσε και τα πόδια του πονούσαν.
Προχώρησε σφιγμένος και σε λίγο ξαφνικά αντίκρισε η δεξιά του την είσοδο ενός άλλου μονοπατιού που είχε και μια ταμπέλα προς Μονή Παντοκράτορος.
Αμέσως σκέφτηκε να ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι που δεν το ήξερε, γιατί φαντάστηκε ότι σίγουρα θα έφτανε πιο γρήγορα στο μοναστήρι. Μπήκε με κάποιο δισταγμό μέσα στο στενό μονοπάτι και σε λίγο βρέθηκε σε ένα φανταστικό τοπίο όπου η βλάστηση των δέντρων ήταν τόσο πυκνή, ώστε η βροχή που ακουγόταν με δυνατό θόρυβο μόλις και μετά βίας περνούσε τα κλαδιά των δέντρων.
Προχώρησε διστακτικά, ενώ γύρω του απλώθηκε ένα μυστήριο μισοσκόταδο, όπου διακρίνονταν οι φιγούρες των δέντρων σαν γιγάντια και παράξενα, μυστήρια πλάσματα.
Μέσα από την πλαγιά έξαφνα προβάλλαν μικρά αγριογούρουνα που έτρεχαν σαν τρελά από το ένα μέρος το άλλο. Τον έπιασε φόβος γιατί αμέσως του ήρθε η σκέψη πως κοντά στα μικρά βρίσκεται και η μεγάλη αγριογουρούνα που είναι αδυσώπητη όταν καταλαβαίνει ότι κάποιος άγνωστος βρίσκεται κοντά στα μικρά της.
Ένιωσε ένα ρίγος και σκέφτηκε πως αν προβάλλει μέσα από την βλάστηση με επιθετικές διαθέσεις, θα έπρεπε να σκαρφαλώσει σε κάποιο δέντρο αν και τα πόδια του δεν τον έπαιρναν. Ήταν πραγματικά σε απελπιστική κατάσταση και με δυσκολία κρατιόταν όρθιος.
Τότε συνέβη κάτι του τελείωσε απροσδόκητα. Από το βάθος του μονοπατιού εμφανίστηκε σαν ανθρώπινη φιγούρα ένα μαύρο ψηλό αγέρωχο άλογο που το κοιτούσε με νόημα. Έμοιαζε σαν παράξενη απόκοσμη ανθρώπινη φιγούρα ντυμένη με μαύρα ράσα.
Στην αρχή τρόμαξε. Αλλά μετά μια φωνή μέσα του τον έσπρωξε να πάει προς τα εκεί.
Το άλογο άρχισε να περπατάει αργά προς τα εμπρός και κάθε λίγο και λιγάκι γυρνούσε πίσω για να δει να τον ακολουθήσει ο προσκυνητής. Αυτός άρχισε να αισθάνεται μια ανακούφιση και μια περίεργη στην αρχή σιγουριά.
Το άλογο έδειχνε ότι καταλαβαίνει ποιος ήταν, ότι είχε έρθει για να τον βοηθήσει και να τον ενθαρρύνει να συνεχίσει τον δρόμο του. Περπάτησε αρκετή ώρα με το άλογο σαν προστάτου και οδηγό του.
Ήταν πολύ περίεργο, αλλά κι όσο περνούσε η ώρα ενώ η κούρασή του είχε εξαφανιστεί, άρχισε να έχει την αίσθηση ότι το άλογο ήταν άνθρωπος που τον αντιμετώπιζε με αγάπη και τον προστάτευε από το άγνωστο μισοσκότεινο τοπίο.
Το βλέμμα του είχε μια παράξενη αίσθηση, ότι καταλαβαίνει πολύ περισσότερο από εκείνον ότι έχει την αντίληψη του περιβάλλοντος και του χρόνου, αλλά και της κατάστασής του σαν ήταν κάτι παραπάνω από αυτόν. Η βροχή δεν είχε σταματήσει και ήταν ήδη μούσκεμα.
Πέρασαν το ποταμάκι από ένα αυτοσχέδιο πετρώδες πέρασμα που του υπέδειξε το άλογο και σε λίγο αντίκρισε τα πρώτα κτίσματα του μοναστηριού. Ένιωσε μια τεράστια ανακούφιση.
Το άλογο σαν άνθρωπος προχώρησε τώρα πιο γρήγορα και πήγε σαν ένα μικρό ξέφωτο. Εκεί σταμάτησε σοβαρό και περίμενε τον προσκυνητή. Όταν έφτασε δίπλα του αυτό τον κοίταζε με ένα χαρακτηριστικό, σοβαρό αλλά πολύ φιλικό ύφος.
Ένιωσε παράξενα ενώ ήταν παντού βρεγμένος και τα πόδια του πονούσαν. Ένιωσε την ανάγκη να τον ευχαριστήσει σαν άνθρωπο και του μίλησε. Εκείνο το κοίταζε σαν να καταλάβαινε τι του έλεγε. Για μια στιγμή κατάλαβε πως αυτή ήταν η φυσιολογική του θέση. Λογικά θα έπρεπε να βρίσκεται συνέχεια εκεί και να μην απομακρυνθεί χωρίς να του το ζητήσει κάποιος καλόγερος για κάποια εργασία. Όμως το άλογο είχε φύγει από τη φυσιολογική του θέση. Είχε έρθει μέσα στο μονοπάτι μέχρι σε αυτόν και από εκεί τον κάλεσε τρόπον τινά να τον ακολουθήσει και να τον βγάλει από το μονοπάτι, όπου τριγύριζαν τα αγριογούρουνα με άγνωστες διαθέσεις, ίσως επικίνδυνες ακόμα και για τη ζωή του.
Ανατρίχιασε, αλλά νόμιζε πως είδε και μια στιγμή στη θέση του αλόγου έναν πολύ ψηλό, πολύ αδύνατο και αγέρωχο καλόγερο που τον κοιτούσε με γλυκά συμπάθεια.
Στη συνέχεια προχώρησε για να φτάσει κατάκοπος στη μεγάλη πύλη του μοναστηριού που έβλεπε το Αγία Πέλαγος. Η βροχή δεν είχε σταματήσει και πότιζε τώρα όλο του το κορμί. Όταν μπήκε στην αυλή του μοναστηριού μπήκε και προσκύνησε την εικόνα της Παναγίας που στέκεται όρθια σαν αόρατη θεία μορφή με τα χέρια σαν να σπέρνουν τη γη.
Μετά το προσκύνημα κάθισε λίγο να ξαποστάσει και να συλλογιστεί τι είχε συμβεί. Θυμήθηκε τότε πως κάποιοι προσκυνητές μιλούσαν για τους αόρατους μοναχούς που συχνά εμφανίζονται σαν μορφές αιθέριες. Συχνά σαν κλασικοί καλόγεροι, συχνά σαν μυστήριες μαυροφορεμένες φιγούρες που κάνουν πως δεν σε ακούνε και στη συνέχεια χάνονται μυστηριωδώς.
Δεν ήθελε να ισχυριστεί πως ήταν μια εμπειρία συνάντησης με κάποιον Αόρατο Μοναχό, αλλά στα αλήθεια πόσο Άγιο είναι το Όρος σου Θεέ μου.
Άγιος Παΐσιος και Αόρατοι Ασκητές: δέκατη μαρτυρία
Ο Άγιος Παΐσιος έχει διηγηθεί τη συνάντησή του με ένα από τους Αόρατους Ασκητές στο Άγιο Όρος. Όταν είχα έλθει στο Άγιον Όρος για πρώτη φορά το 1950, ανεβαίνοντας από τα Καυσοκαλύβια για την Αγία Άννα, είχα χάσει τον δρόμο. Αντί να πάρω τον δρόμο για τη σκήτη της Αγίας Άννης, προχώρησα την κορυφή του Άθω.
Αφού βάδισα αρκετά, κατάλαβα ότι πάω ψηλά και έψαχνα να βρω κανέναν μονοπάτι να βγω σιγά. Επάνω λοιπόν σε αυτήν την αγωνία μου, ενώ παρακαλούσα την Παναγία να με βοηθήσει, ξαφνικά μου παρουσιάζεται ένας αναχωρητής με φωτεινό πρόσωπο.
Ήταν γύρω στα 70 χρόνια και δείχνει από την ενδυμασία του να μην είχε επαφή με ανθρώπους. Φορούσε ένα ζωστικό σαν από καραβόπανο, αλλά πολύ ξεθωριασμένο και κατατρυπημένο. Τις τρύπες της είχε πιασμένη με ξύλινο σουβλιά, όπως πιάνουν οι γεωργοί τα τρύπια σακιά όταν δεν έχουν σακοράφα και σπάγκο. Είχε επίσης έναν τουρβά δερμάτινο ξεθωριασμένο και τις τρύπες πιασμένες πάλι με τον ίδιο τρόπο. Στο λαιμό του είχε μια χονδρή αλυσίδα που κρατούσε ένα κουτί μπροστά στο στήθος του. Φαίνεται είχε κάτι το ιερό.
Πριν το ρωτήσω εγώ, μου είπε εκείνος. Παιδί μου, δεν πάει για την Αγία Άννα αυτός ο δρόμος. Και μου έδειξε το μονοπάτι.
Από όλο το παρουσιαστικό του φαινόταν Άγιος. Ρώτησα μετά τον Ερημίτη, πού μένεις Γέροντα. Και εκείνος με απήντησε. Κάπου εδώ. Και μου έδειχνε την κορυφή του Άθωνα.
Επειδή είχα παραπλανηθεί δεξιά και αριστερά ψάχνοντας να βρω Γέροντα να με πληροφορεί εσωτερικά, είχα ξεχάσει και τι ημέρα είναι και πόσο έχει ο μήνας. Ρώτησα λοιπόν τον Ερημίτη και μου είπε ότι ήταν Παρασκευή.
Μετά έβγαλε ένα μικρό σακουλάκι δερμάτινο, το οποίο είχε μέσα κάτι ξυλάκια με χαρακιές. Και από τις χαρακιές που είδε, μου είπε πόσο είχε ο μήνας.
Πήρα μετά την ευχή του, προχώρησε από το μονοπάτι που με έδειξε και βγήκα στη σκήτη της Αγίας Άννης. Ο νους μου όμως συνέχεια γύριζε στο φωτεινό πρόσωπο του αναχωρητού που ακτινοβολούσε.
Αργότερα, όταν είχα ακούσει ότι υπάρχουν στην κορυφή του Άθωνα 12 Αναχωρητές, άλλοι έλεγαν επτά Αόρατοι Ασκητές, είχα μπει σε λογισμούς και το είχα διηγηθεί σε έμπειρους γεροντάδες αυτό που είδα, οι οποίοι μου είπα ότι θα ήταν κι αυτός ένας από τους οσίους αναχωρητές που ζουν στην αφάνεια, στην κορυφή του Άθωνα.