Το Πάσχα του καλοκαιριού, Δεκαπενταύγουστος!
Άντε κι από Δευτέρα να φεύγουν οι περιστασιακοί, να μείνουμε μόνοι μαζί της οι ερασταί. Της θαλάσσης ντε. Φέτος θα το γλεντήσω, έρχεται χειμώνας βαρύς. Με ατελείωτους περιπάτους πλάι στο κύμα, με παγωμένες μπύρες μετά ποικιλιοτήτων.
Συζητήσεις; Ναι, σωστά το βρήκατε, ελαφρύ ρεπερτόριο. Δεν μας παίρνει για τα πικραμένα της πολιτικής επικαιρότητας, για την επίδειξη γνώσεων της Ζωής ενώ ο αποτέτοιος μας καίγεται, για το χαμένο όνειρο της αριστεράς που επιτέλους την καμαρώσαμε να κυβερνά, για τους λογαριασμούς που μας κάνουν κουπεπέ στη γωνία.
Θα σας κοτσάρω εδώ ένα απόσπασμα από τα «Χάρτινα φιλιά». Μια γυναικεία φιγούρα, γήινη και ονειρική μαζί περπατά ξυπόλητη πλάι στο κύμα, αφήνοντας αχνάρια απαλά στη βρεγμένη άμμο…
Ένα… «Όνειρο στο κύμα».
* * *
«Το κύμα έσβηνε απαλά στα πόδια τους, το τραγούδι του τζουκ-μποξ το ίδιο απαλά στ’ αυτιά τους και κείνες απορροφημένες σε κάτι λίγες κουβέντες που αντάλλαξαν.
Κι ύστερα βυθισμένη κάθε μια σε σκέψεις, δείχνουν να μην ακούν μήτε κύμα μήτε τραγούδι.
Η στιγμή ακριβώς που η μέρα παραδίνεται στην αγκαλιά της νύχτας. Ο ορίζοντας έπαιρνε τώρα ένα χρώμα βερικοκί μα πολύ αχνό, γλυκύτατο, ο ήλιος πορτοκαλοκόκκινος μισοκρυβόταν πίσω από κάτι σύννεφα μαβιά, ώσπου χάθηκε. Το φως λιγόστευε, τα πρόσωπα ωχρά, φασματικά, ακαθόριστα στο μισόφωτο. Και το αεράκι, απαλό, ανέμιζε τα μαλλιά και τις πουκαμίσες των δυο γυναικών που δείχναν ν’ απολαμβάνουν το περπάτημα πλάϊ στο κύμα σαν δυο στέρες φιγούρες από πίνακα της Νίκης Καραγάτση.
Πράξις Δευτέρα, σκηνή Τρίτη, είπε μονάχα η Μεταξία, Περίπατος στην ακροθαλασσιά. Και πια τίποτα.
Η σιωπή, ανάλαφρη, γλύκαινε τους λογισμούς, ομόρφαινε τη στιγμή, θαύμα της ταίριαζαν τα μακρινά πλάνα, οι μακρόσυρτες εικόνες του κινηματογράφου επίσης. Η κίνησή της έγραφε ποιητικά στο πλάνο κι η αντίθεση μεταξύ τους είχε ενδιαφέρον εικαστικό, τό ’ξερε.
Η μια κοίταζε ίσια μπροστά κι είχε κάτι πιο στέρεο και δυνατό στο βάδισμα το λιγάκι αντρικό, αν και βούλιαζαν στην άμμο τα γυμνά δάχτυλα, όμως η δεύτερη που ακολουθούσε έμοιαζε εικόνα ονειρική, φιγούρα αέρινη, έτσι που μόλις ακροπατούσε την άμμο.
Όσο το φως λιγόστευε, το πλάνο έδειχνε υπερκόσμιο. Οι λινές πουκαμίσες έπαιζαν στο ελαφρύ αεράκι, τα σύννεφα στο βάθος επίσης. Οι δυο γυναίκες γίνονταν τώρα φιγούρες του Γκρέκο, ουράνιες, που προσωρινά καταδέχτηκαν τη γη κι ύστερα πάλι ένα σύννεφο απαλό θα τις σήκωνε να τις πάρει ψηλά, σε κόσμους άλλους.
Η Μεταξία κοντοστάθηκε. Στο χέρι τα λευκά πέδιλα, με τ’ άλλο διόρθωνε να καστανά μαλλιά που ανακάτευε ο αέρας. Η λινή πουκαμίσα ανέμιζε δίνοντας στο σχήμα του κορμιού της κάτι υπερκόσμιο. Αποξεχάστηκε ν’ αγναντεύει στο βάθος το πέλαγος που έπαιρνε τώρα να σκοτεινιάζει. Το φεγγάρι ερχόταν να καθρεφτιστεί στα κύματα, η ώρα που έβγαιναν γοργόνες και τελώνια πλησίαζε.
Η ματιά της επίμονη, ερευνητική, τρύπωνε στο μισοσκόταδο. Σαν κάτι να περίμενε από απέναντι που αργούσε τόσο να φανεί. Οι σκιές βάραιναν, ο αέρας έπεσε μονομιάς, η θάλασσα πήρε να σωπαίνει. Ένα κύμα αχνό, μόλις σιγοψιθύριζε κάτι εκεί στα γυμνά ακροδάχτυλά τους.
Και ξαφνικά η ταβέρνα Το Μαρικάκι φωταγωγήθηκε. »
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.