Άγιος Παΐσιος Ολάρου. Βίος
Ο Άγιος Παΐσιος Ολάρου, μια μορφή αγιότητας που άγγιξε τις καρδιές αμέτρητων πιστών, γεννήθηκε στις 20 Ιουνίου 1897 στο γραφικό χωριό Στροϊέστι της Ρουμανίας. Το όνομα που έλαβε στην βάπτιση ήταν Πέτρος, ένα όνομα που προμήνυε ίσως τον βράχο πίστης που θα αποτελούσε αργότερα η ζωή του.
Γεννήθηκε σε μια οικογένεια βαθιάς πίστης, με γονείς τον Ιωάννη, έναν δασοφύλακα που έβρισκε την ηρεμία του προσευχόμενος σε αυτοσχέδιες καλύβες στα πυκνά δάση, και την Μαρία, μια γυναίκα γεμάτη καλοσύνη και στοργή, που φρόντιζε τα εννέα παιδιά τους σπέρνοντας στις ψυχές τους τον σπόρο της πίστης. Ο Πέτρος είχε και έναν αδελφό, τον Κωνσταντίνο, με τον οποίο έκανε μια πνευματική συμφωνία, να είναι μαζί και σε αυτήν και στην άλλη ζωή.
Από μικρή ηλικία, η καρδιά του Πέτρου ένιωθε την κλίση προς την μοναστική ζωή. Τα βράδια, κάτω από το φως του λυχνού, η μητέρα του διάβαζε στους γιους της τους βίους των Αγίων, τροφοδοτώντας την ψυχή του με παραδείγματα αγάπης και θυσίας. Ήταν τότε που ο Πέτρος, ακούγοντας τον βίο του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου, ένιωσε μια φλόγα να ανάβει μέσα του. Η ανάγνωση των βίων των Αγίων άναψε μέσα του την φλόγα για την μοναστική ζωή. Η επιθυμία για μια ζωή αφιερωμένη στον Θεό φούντωνε μέρα με την μέρα. Η μητέρα του, ωστόσο, ανήσυχη για τον γιο της, προσπάθησε να τον αποτρέψει, περιγράφοντας με γλαφυρό τρόπο τις κακουχίες της μοναστικής ζωής.
Το 1917, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ξέσπασε, σκορπίζοντας πόνο και φόβο. Ο νεαρός Πέτρος, όπως και ο αδελφός του, κλήθηκαν να υπηρετήσουν την πατρίδα τους, βιώνοντας από κοντά την φρίκη του πολέμου. Η μητέρα τους, γεμάτη συμπόνια και θλίψη, τους αποχαιρέτησε με δάκρυα στα μάτια. Ήταν μια εμπειρία που τον σημάδεψε βαθιά, ενισχύοντας την επιθυμία του να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στον Θεό.
Επιστρέφοντας από το μέτωπο, η φωνή της καρδιάς του ηχούσε πιο δυνατά από ποτέ. Το 1921, σε ηλικία 24 ετών, αποφάσισε να ακολουθήσει το κάλεσμα του Θεού, εισερχόμενος στο Σκήτη Κοζάντσα.
Στη γαλήνη του μοναστηριού, ο Πέτρος βρήκε την ηρεμία και την πνευματική τροφή που τόσο λαχταρούσε. Μετονομάστηκε σε Παΐσιο, ένα όνομα που προμήνυε τον δρόμο της αγιότητας που θα ακολουθούσε. Με ζήλο αφοσιώθηκε στην προσευχή, την νηστεία και την υπακοή, υπηρετώντας με ταπείνωση.
Ωστόσο, η μοίρα επιφύλασσε μια ακόμα δοκιμασία στον δρόμο του. Μια σοβαρή ασθένεια έθεσε σε κίνδυνο την ζωή του, αναγκάζοντάς τον να έρθει αντιμέτωπος με την θνητότητά του. Στο κρεβάτι του πόνου, ο Παΐσιος έδωσε μια ιερή υπόσχεση στον Θεό: αν γιατρευτεί, θα αφιερώσει την ζωή του στην υπηρεσία Του.
Και ο Θεός, άκουσε την προσευχή του. Ο Παΐσιος, έχοντας νικήσει τον θάνατο, έλαβε την κουρά μοναχού, επισφραγίζοντας την αφοσίωσή του στον Θεό.
Η κλίση του για ησυχαστική ζωή τον οδήγησε σε μια ερημική καλύβα, δίπλα στο δάσος, κοντά στο μοναστήρι. Εκεί, σε μια ερημική καλύβα, βυθίστηκε στην προσευχή και την άσκηση, ζώντας ασκητικά, με λιτότητα, αφιερώνοντας τον χρόνο του στην προσευχή και στην κοινωνία με τον Θεό. Ήταν τότε, γύρω στο 1930, που ο Παΐσιος, αναζητώντας πνευματική καθοδήγηση και εμπνεόμενος από τους ασκητές που είχε συναντήσει, επισκέφθηκε τα μοναστήρια των βουνών Νεάμτς, ανάμεσα στα οποία και η Σίχλα. Εκεί, γνώρισε σπουδαίους ασκητές, ησυχαστές που είχαν αφιερώσει την ζωή τους στον Θεό. Η επιθυμία του να μονάσει στην Σιχάστρια φούντωσε.
Εκείνη την περίοδο, ο νεαρός Κλεόπας Ηλίε, ένα αγνό πλάσμα με βαθιά πίστη, έβοσκε τα πρόβατα του πατέρα του κοντά στην καλύβα του Παϊσίου. Ο Παΐσιος, διέκρινε στην ψυχή του νεαρού βοσκού μια σπάνια πνευματική φλόγα. Ήταν μια ψυχή που διψούσε για το φως του Θεού, για καθοδήγηση στον δρόμο της αλήθειας. Ο Παΐσιος, με την σοφία και την πραότητα που τον διέκριναν, έγινε ο πνευματικός του πατέρας, καθοδηγώντας τον με αγάπη και υπομονή.
Η σχέση του Παϊσίου με τον Κλεόπα, σημάδεψε βαθιά την ζωή και των δύο. Ήταν μια σχέση αμοιβαίας αγάπης και σεβασμού, σφυρηλατημένη στην κοινή τους αγάπη για τον Χριστό. Μαζί, διένυσαν ένα μεγάλο μέρος της πνευματικής τους πορείας, στηρίζοντας ο ένας τον άλλον στις δοκιμασίες και μοιράζοντας τις χαρές της πίστης.
Το 1943, ο Παΐσιος χειροτονήθηκε διάκονος. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1947, η χάρη του Θεού τον αξίωσε να λάβει το ιερατικό αξίωμα, χειροτονούμενος ιερέας και πνευματικός. Η φήμη του ως χαρισματικού πνευματικού εξαπλώθηκε γρήγορα, προσελκύοντας πλήθος πιστών που αναζητούσαν την καθοδήγησή του. Άνθρωποι κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης έσπευδαν κοντά του, διψασμένοι για τα λόγια παρηγοριάς και ελπίδας που ανάβλυζαν από την καρδιά του.
Το 1949, o Παΐσιος ακολούθησε τον Κλεόπα στην Μονή Σλατίνα, όπου ο Κλεόπας Ιλιέ είχε αναλάβει ηγούμενος. Η παρουσία του Παΐσιου στη μονή στάθηκε πηγή ευλογίας, ενισχύοντας την πνευματική ζωή της αδελφότητας. Δύο χρόνια αργότερα, το 1953, οι δυο τους επέστρεψαν στην Σιχάστρια, όπου η φήμη του Παΐσιου ως χαρισματικού πνευματικού συνέχισε να εξαπλώνεται.
Η περίοδος 1959-1964 υπήρξε μια σκοτεινή σελίδα στην ιστορία της Ρουμανίας, καθώς το κομμουνιστικό καθεστώς επέβαλε διωγμούς κατά της Ορθοδοξίας. Πολλοί μοναχοί φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν, ανάμεσά τους και ο ηγούμενος Ιωήλ Gheorghiu και ο Κλεόπας. Ο Κλεόπας αναγκάστηκε να καταφύγει στα βουνά, προκειμένου να γλιτώσει από τα δίχτυα της Securitate. Ο Παΐσιος, ωστόσο, με θαυματουργό τρόπο γλίτωσε από την σύλληψη, παραμένοντας στη Σιχάστρια, ακτινοβολώντας πίστη και ελπίδα στους πιστούς,
Το 1972, ο Παΐσιος μετατέθηκε στο Σκήτη Σίχλα, ένα ερημητήριο αφιερωμένο στην Αγία Θεοδώρα. Εκεί, σε μια ταπεινή καλύβα, βυθίστηκε στην προσευχή και την άσκηση, ζώντας μια ζωή αφιερωμένη στον Θεό. Η φήμη του ως χαρισματικού πνευματικού τον ακολούθησε και στο ερημητήριο. Πλήθος πιστών, διψασμένοι για πνευματική ανακούφιση, κατέφθαναν στην Σίχλα για να εξομολογηθούν και να λάβουν τις συμβουλές του. Με αγάπη και συμπόνια, δέχονταν όλους ανεξαιρέτως, προσφέροντας παρηγοριά και καθοδήγηση.
Στοργικός και ταπεινός, ο Παΐσιος δίδασκε με το παράδειγμα. Δεν σταματούσε ποτέ να εργάζεται, είτε στον κήπο του, φροντίζοντας τα λουλούδια και τα λαχανικά, είτε βοηθώντας σε εργασίες στην μονή, προσφέροντας πάντα την βοήθειά του σε όσους είχαν ανάγκη. Αναζητούσε πηγές νερού για να ξεδιψούν οι περαστικοί, τοποθετώντας δίπλα τους μια κούπα και ένα σταυρό. Δίδασκε την σημασία της μετάνοιας, της ταπείνωσης, της ελεημοσύνης και της αγάπης προς τον πλησίον, καθώς και την εμπιστοσύνης στο θέλημα του Θεού.
Εξομολογούσε τους πιστούς με υπομονή και κατανόηση, προσφέροντας λόγια παρηγοριάς και ελπίδας. Πάντα πρόθυμος να προσφέρει πνευματική καθοδήγηση, δεχόταν τους πιστούς για εξομολόγηση οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, μιλώντας με γλυκύτητα και υπομονή. Είχε ένα χάρισμα να καταλαβαίνει την ανθρώπινη ψυχή, να διεισδύει στα βάθη της καρδιάς και να προσφέρει την κατάλληλη συμβουλή, με λόγια απλά και κατανοητά. Ο αποχαιρετισμός του, "Καλή αντάμωση στην θύρα του παραδείσου!", αποτελούσε ένα διαχρονικό μήνυμα ελπίδας για την αιώνια ζωή.
Το 1985, ο Παΐσιος επέστρεψε στην Σιχάστρια. Ένα χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1986, ένα κάταγμα στο πόδι τον ακινητοποίησε στο κρεβάτι. Παρά τον πόνο και την αδυναμία, δεν σταμάτησε να δέχεται πιστούς. Εξομολογούσε κυρίως τους ηλικιωμένους μοναχούς, που τον γνώριζαν από παλιά, αλλά και όσους, μοναχούς, ιεράρχες, ακόμα και λαϊκούς, επιθυμούσαν διακαώς να τον δουν, να λάβουν μια συμβουλή ή μια ευλογία. Η μνήμη του, ο λόγος του, και κυρίως η εσωτερική του γαλήνη παρέμεναν άσβεστα.
Η αγάπη του για τους συνανθρώπους του ήταν ανεξάντλητη. Ακόμα και σε αυτήν την δύσκολη περίοδο της ζωής του, δεν δίσταζε να φροντίζει τους άλλους, παρά τις δικές του ανάγκες. Στον μοναχό που τον φρόντιζε, έλεγε: "Να υπομένεις τις σωματικές μου αδυναμίες, όπως υπέμενα και εγώ τις ψυχικές σας."
Στις 18 Οκτωβρίου 1990, ο Άγιος Παΐσιος Ολάρου, αφού έζησε μια ζωή γεμάτη αγάπη και αφοσίωση στον Θεό, άφησε την γήινη σκηνή σε ηλικία 94 ετών. Η είδηση του θανάτου του σκόρπισε θλίψη σε όσους τον γνώριζαν. Ήταν σαν να έφευγε από κοντά τους ένα κομμάτι του Παραδείσου.
Άγιος Παΐσιος Ολάρου. Γιορτή
Ο Άγιος Παΐσιος Ολάρου γιορτάζει στις 2 Δεκεμβρίου, μαζί με το πνευματικό του παιδί και μαθητή του, Άγιο Κλεόπα Ηλίε
Η Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία, αναγνωρίζοντας την αγιότητα του βίου του, τον ανακήρυξε Άγιο στις 12 Ιουλίου 2024