Άγιος Λάζαρος Ευαγγελισμού
Ταπεινός είναι ο τόπος
προς του Λαγκαδά τα μέρη.
Δίχως δόξες, δίχως φήμες.
Περισσός είναι ο κόπος
στο εργατικό το χέρι
άκρη άκρη απ’ τις λίμνες.
Δω στον ταπεινό τον τόπο
όπου βλέμμα δεν τον κόβει,
ήρθε ο άγιος μια μέρα.
Ούτε ήτανε των φώτων
ούτε και κανένα ξόδι,
μόνο φόρεσες τη βέρα.
Των παιδιών τα μάτια σ’ είδαν
στο ιερό να μπαινοβγαίνεις.
Φοβηθήκανε και φύγαν,
σ΄άκουσαν να ανασαίνεις.
Του ιερού σου η κουρτίνα
όπου πάνω περπατούσες,
είναι χρόνια πια βιτρίνα
με παλάμες και πατούσες.
Μέσα κει στο παρεκκλήσι
του αγίου του Λαζάρου
μπήκε μία οπτασία.
Άλλος κόσμος, άλλη φύση
σα τρεμόσβημα του φάρου
στης ψυχής μας την ουσία.
Ο άγιος θε να χαίρεται
στο θρόνο του στημένος.
Λιγάκι σαστισμένος.
Μα πιο πολύ θα φαίνεται
σα λίγο να ‘ν’ χαμένος,
διπλοαναστημένος.