Άγιος Γεώργιος Καρσλίδης ο Ομολογητής. Βίος
Η κυρία Καλλιόπη Γαρυφαλίδου μιλά για την ταπείνωση και τη φιλανθρωπία του Αγίου Γεωργίου Καρσλίδη του Ομολογητή
Ο Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης, γεννήθηκε το 1901 στην Αργυρούπολη του Πόντου και το βαφτιστικό του όνομα ήταν Αθανάσιος.
Έμεινε από μικρός ορφανός, μάλιστα οι γονείς του πέθαναν την ίδια ημέρα.
Πολύ γρήγορα φανερώθηκαν τα σημεία της κλήσεως και της χάριτος. Παιδί ακόμα έδειξε την αφοσίωσή του στον Θεό, καθώς προσεύχονταν συνεχώς και έκανε νηστείες.
Τον μεγάλωνε η ευσεβέστατη γιαγιά του, αλλά μετά το θάνατό της αναχωρεί με τον παππού του για το Ερζερούμ.
Μετά το θάνατο του παππού του φεύγει στα μέρη του Καυκάσου.
Μόνος φτωχός, πονεμένος και συντροφευόμενος από αγίους σε όνειρα και οράματα, φτάνει στην Τυφλίδα της Γεωργίας.
Η κουρά του σε μοναχό έγινε το 1919, ενώ σε ηλικία 18 ετών. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και πνευματικός και ονομάστηκε Γεώργιος.
Τις τραγικές ημέρες του διωγμού της εκκλησίας, από το άθεο καθεστώς των κομμουνιστών στη Γεωργία, ο νεαρός ιεροδιάκονος συνελήφθη ως εχθρός του λαού.
Υπέστη φυλακήσεις, ταπεινώσεις, ευτελισμούς, δημόσιες διαπομπεύσεις και ανήκουστους βασανισμούς.
Από όλα αυτά τα βασανιστήρια, έμεινε ημίπαράλητος και μέχρι το τέλος της ζωής του δυσκολευόταν να περπατήσει.
Καταδικάστηκε μάλιστα σε θάνατο και τουφεκίστηκε, αλλά σώθηκε θαυματουργικός.
Το 1929 καταφέρνει και έρχεται στην Ελλάδα και ύστερα από πολλές περιπλανήσεις φτάνει στους Ταξιάρχες, στη Σίψα Δράμας.
Εκεί, με τη βοήθεια της τοπικής κοινότητας, ίδρυσε το μοναστήρι της Αναλήψεως του Σωτήρος όπου και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του.
Έζησε ασκητικά, με θερμή πίστη, γι’ αυτό χαρητώνεται ο ταπεινός και άξιος λειτουργός του Υψίστου με χαρίσματα διακρίσεως, προοράσεως και προφητείας. Σύντομα απέκτησε φήμη διακριτικού και προορατικού γέροντος.
Πολλής κόσμος έρχονταν από μακριά για να γνωρίσει και να συμβουλευτεί τον νεαρό ιερομόναχο.
Στις συχνές θείες λειτουργίες του, μνημώνευε τον Ιησού Χριστό,
Στις νέες θείες λειτουργίες του, μνημόνευε πολλά ονόματα.
Στο κελί του μελετούσε και προσευχόταν συνεχώς.
Η εγκράτεια, η άσκηση, η αγρυπνία και η νηστεία ήταν αδιάκοπες.
Το φαγητό του ήταν από βρεθείς να κάνει ένα κρεμμύδι στο ρεντέ, το άκουνε στο ταψάκι, εκείνο το κρεμμύδι έκανε και έφευγε εκείνη η βαρύα μυρωδιά και λιγό μεραν ήταν.
Ήταν, λοιπόν, έβαζε και ένα μπατίνι νερό όσο έβαζε στην κατσαρόλα, ετοίμησε και το αλευράκι με το ζυμαράκι, το έτρεπε, όλα αυτά τα συγκέντρουνε, το μεγειρεύε κέντρο, γι’ αυτό ήταν το βήτη, δεν είχε τίποτα άλλο. Δεν δεχότανε.
Οι προφητείες του εκπληρώνονταν. Όλοι τον πλησίαζαν ως Άγιο.
Χαρακτηριστική ήταν η ταπείνωσή του.
Εγώ όμως δεν πάει από το πρόσωπό μου να μου λείπει η προφητική του αγιότητα.
Λοιπόν, πάμε το 1954, κάνουμε τα πόδια να μας δέχτηκε, χωρίς όμως ποτέ να μας δώσει το χέρι του Θεού, δεν μας έδινε να χαιρετούμε το χέρι. Δεν το δεχότανε. Όχι.
Απλώς μας μιλούσε με την ταπείνωσή του.
Όλη την περιφέρα του ήταν η ταπείνωσή του.
Άρχισανε τα κορίτσια στα μολόγια.
Αμέσως μπαίνει ο πάτερ στο εκκλησάκι του το πρώτο.
Ακούγονται κάτι ψαλμωδίες αγγελικές και ακουμπάει καλά στο τέμπλο της εκκλησίας και άρχισε και το απόδειπνο τρακορίτσικα να λέει το «ο Θεός ιλάσθήτι μοι τω αμαρτωλώ»
αλλά τα δάκρυα του δεν ήταν στα ευανατομπραχή.
Όσο το απόδειπνο προχωρούσε, εκείνος διεργόσε το «ο Θεός ιλάσθήτι μοι τω αμαρτωλώ» μόνο του.
Ο Όσιος πατήρ Γεώργιος ήταν άνθρωπος της μεγάλης αγάπης. Όλη του η ζωή ήταν μια αδιάκοπη προσφορά προς τον συνάνθρωπο.
Η ακατάπαυτη φιλανθρωπία του, η συγκινητική φιλοτεκνία του και η αδιάκοπη φιλοξενία του σε δύσκολες εποχές φτώχειας και πολέμων, ήταν ο κύριος γνώμονας της ελεήμωνος καρδιάς του.
Πήγαινε σε κάποια άρρωστη, η οποία ήταν χήρα κι έμεινε με τρία παιδιά και οικονομικά ήταν δηλαδή μέχρι σημείο να υποφέρει.
Λέει ο γέροντας λέει μπέφερε λεπτοί και με τα πόδια κατέβη και λέει και το έφερε.
Ζημόσαμε και φάγαμε τα παιδιά γιατί τελεπορυθήκαμε, δεν είχαμε.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που Ώσιος Γεώργιος λειτουργούσε με αγίους.
Η παρουσία των αγίων στο βίο του Ώσιου Γεωργίου ήταν συχνή και σημαντική. Όχι μόνο στις ώρες της θείας λειτουργίας, αλλά και στη διάρκεια των ιερών ακολουθειών, σημειώνονταν οι εξαίσιες αυτές εμφανίσεις που για τους πιστούς είναι φυσικές καταστάσεις, αλλά για τους άγευστους πνευματικών εμπειριών θεωρούνται υπερβολικές και φανταστικές.
Με μεγάλη απλότητα έλεγε ο Ωσιος Γέροντας, «Σπάνια λειτουργώ μόνος μου», εννοώντας δίχως την παρουσία των Αγίων.
Ο γέροντας αγαπούσε πολύ τον Άγιο Μηνά.
Έλεγε, κάθε μέρα τον βλέπω να γυρνάμε τ’ άλογο του εδώ γύρω από τα βουνά και να μας φυλάει.
Από αρκετά νωρίς ο όσιος προγνώριζε την ακριβή ημερομηνία του θανάτου του, γι’ αυτό προετοίμαζε με διάφορους τρόπους τα πνευματικά του παιδιά.
Συνήθιζε να λέει, όλοι θα φύγουμε από αυτή τη ζωή. Είμαστε περαστικοί, ήλθαμε να δείξουμε τα έργα μας και να φύγουμε. Όλοι είμαστε αμαρτωλοί. Και μόνο που πατάμε στη γη και σάρκα φοράμε, κάθε βήμα μας είναι αμαρτία.
Πέθανε στις 4 Νοεμβρίου το 1959, διανύοντας 58 ολόκληρα χρόνια μαρτυρίας, ομολογίας, ασκήσεως, αγάπης.
Λίγο πρωτού φύγει στον ουρανό, τα τελευταία του λόγια ήταν προς την Παναγία. «Της εσπλαχνίας την πύλην άνοιξον ημίν ευλογημένη Θεοτόκε».
Κατά την διάρκεια της κηδείας του, λίγο πριν την ταφή του, τα δυο κυπαρίσκια που είχε ο ίδιος φυτέψει λύγησαν, όπως και ο ίδιος προείπε, όταν έδινε σαφείς οδηγίες για την κηδεία του.
Η αγιοκατάταξή του έγινε στις 18 Μαρτίου 2008 από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Στις 4 Νοεμβρίου κάθε χρόνο, στην Ιερά Μονή Αναλήψεως του Σωτήρος, γιορτάζεται η μνήμη του πανηγυρικά, ενώ ο πλήθος κόσμου που τον ευλαβείται, συρρέει απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας.
Μαρτυρίες για τον Άγιο Γεώργιο Καρσλίδη τον Ομολογητή
Το 1929 ήρθε από τη Ρουσία.
Το θυμάσαι τον πρώτο καιρό που ήρθε;
Όσα το θυμάμαι. Έμεινε σε ένα σπίτι, ένα παλαιό σπίτι και μετά χτίσαμε λαμαρίνης πέρα στο Μαχαλά.
Εκεί το 1937 με 1938 χτίσαμε το μοναστήρι.
Οπότε, εγώ κουβάλασα πέτρες και έκανα το μικρό το μοναστήρι.
Λέω με τριώχνου πάνε και πάνε, έξω τον Καλοέρον, Αρθήνα τον Μεταλάβ.
Ήρθαμε στο παλιά σπίτι, τα τραπεζιά αυτά τα λέει απογορευότανε χαμηλά.
Είχαν κάτι σκαμπέ, καθόν όσο χαμηλά.
Η αδερφή μου, δεκατσά χρονώ, κατοχεί τώρα φτώγια,
κανόν πατάτες και κλιματαριά στα φίλια να φάμε.
Και περιμένουμε να μεταλάβει τον αδερφό μου.
Πατέρκος μου λέγε, πάλι ο πατέρας, έλεγε ότι, αγιόργημα τό, λέει, α τίποτα.
Λέει, έφαγε λίγο, απάντησε το τρακπέλβι, έχλαξε από τους δάκους, από τα μάτια, λέει μετά πεθάνει τώρα.
Πηγαίνοντας, μπορείς να στροπεί ένα καθηνείο.
Και στροπεί απάνω, λέει, χαρκανέψει, λέει, θα σου πω έναν μυστικό, λέει, δεν θα το πεις.
Λέει, τι είναι.
Λέει, να, για την αδερφή μου.
Λέει, σε 15 εφ. χάνουμε την Αφροδίτη.
Για την αδερφή σας.
Ναι, για την αδερφή μου.
Και κάθε φορά αδερφή μου.
Λέει, αφού καλά, δεν θα το πεις.
Αλλά εμείς μάθαμε.
Και εδώ τα 13 μέρες πήγαμε στη Ζηδρά μου.
Βγήκε, εκεί φέρανε πράκτικα. Γιατί δεν είναι τα 100 χιλιάδες.
και την χάνουμε ακριβώς 15 μέρες, χάνουμε την μημεία.
Πέθανε.
Ο αδερφός σας που ήταν καλά?
Εκείνος καλά είναι.
Τώρα ο γιος του παπάχει είναι τώρα.
Μένει η πάντρυψη καλαμπάκι.
Πήρε μία από τα καλαμπάκι
και μένει εκεί και ο γιος του είναι ιερέας εδώ.
Πρώτα τους λέει να πάνε στην εκκλησία.
και όταν πήγαιναν, ας πούμε στην εκκλησία, τους έλεγα ότι τα δάχτυλα να είναι ενωμένα, όταν κάνουν προσευχή.
Όπως είπε και την κόρη μου, που είναι εδώ είναι, ενωμένα τα δάχτυλα.
Και τους έλεγα, εδώ πατήρ, ιερό και Άγιο Πνεύμα, έτσι να είναι τσαυρωμένα,
και όταν ας πούμε προσεύχεστε και πάτε στην εκκλησία τα πόδια σας, δεν θα είναι ανοιχτά.
Ο δαίμονος έστηκε την δύναμη να περνάει και στην εκκλησία κάτω από τα πόδια σας.
Όταν πάνε στην εκκλησία έλεγε τα παιδιά τα πόδια σας να είναι ενωμένα και να κάνετε προσευχή και να μην κοιτάτε προς τάχη και πίσω.
Ποιος μπαίνει, ποιος πιένει, αυτά συμβούλευσαν τα παιδιά.
Κατάλαβα, όταν διάβακα από την εκκλησία και έρχομαι πάνω στην Ωριαφήλη και έλεγε,
από όλοι εσώ με κύριε, και έκλαιε, από όλοι, θυμονότανε,
40 πόντων στον αέρα, εσύ το είδες αυτό, το είδες αυτό, εσύ,
Ε, πως δεν έβλεπα, αφού βοηθήσα χρόνια εγώ στην εκκλησία,
μα τώρα τελευταία που έρχεγα πουλίσευε απ’ την εκκλησία,
βοηθήσα μέσα, έμπαινα μέσα μας πάντα τρία παιδιά θα ήτανε φορημένα με αυτά.
Όταν το έβλεπες φοβίζικες?
Εγώ εφοβόμουνα, ας πούμε, αισθανόμουνα
και κλαίγαμε, μερικοί κλαίγαμε.
Τα περικά μου χρόνια, το θυμάμαι τον Άγιο,
πηγαίνουν κάθε Κυριακή Εκκλησία.
Δεν φορούσαμε κοντομάνικα,
Είμασταν μπάντα με μανίκι, τα φορέμα τα μακριά, ερχότανε, μιζητούσε νερό.
Έχει ένιγε μανταζυμάς, είχε μια μουριά εδώ στο δρόμο και μιζητούσε νερό. Έλα ποτί ειναι νερό, μη φώναζε.
Και τον έδινε, με έλεγε την ευλογία μου να έχεις. Μπάντα μου έλεγε την ευλογία μου και τον φιλούσε το χέρι.
Μα έρχοταν απάνω, με σκοιτούσε, καθόταν λίγο έφευγε.
Πάει πάρα πολύ δυνατό, έργαζε τον αδερφό μου τον μικρό από τον αδερφό μου, αυτός που σκοτώθηκε, τον έργαζε από την κούνια, τον άλλαζε και έφερε.
Είχε μια μυρωδιά, δηλαδή είχαμε μια φοβεία, έπρεπε να πάμε εκκλησία.
Εκείνος έφυγε τώρα, δηλαδή είχαμε κάποιο… όταν θυπούσε η καμπάνα, έπρεπε να πάμε εκκλησία.
Και μια φορά ήταν μεγάλη βρομάδα και εγώ έφυγα από την προσευχή μου και δεν δέχανε με ένα ταράχτυρα.
και δεν το καταλάβα για πότε έρθει κοντά μου, πετούσε και τρόμαξε την μπροστά μου
και με έπιασε αυτά τα λάχτυλα, τα σφίξε και μήνει για πατήρ Ιώρος και Άγιο Πλέπνα
αυτά πρέπει να είναι ενωμένα γιατί περνάει ο διάβολος από μέσα
από εκείνη τη μέρα δηλαδή έχω πάντα έτσι, δεν θυμάμαι
όταν έχω κάποιες ελαφόγ
και δεν το καταλάβα για πότε ήρθε κοντά μου, πετούσε και τρόμαξε την μπροστά μου
και με έπιασε αυτά τα λάχτυλα, τα σφίξε και με λέει για πατήρ Ιώρος και Άγιο Πλέπνα
αυτά πρέπει να είναι ενωμένα γιατί περνάει ο διάβολος από μέσα
από εκείνη τη μέρα διότι έχω πάντα έτσι, δεν θυμάμαι
όταν έχω κάποιες ελαφόγ
και δεν το καταλάβα για πότε έρθει κοντά μου, πετούσε και τρόμαξε την μπροστά μου
και με έπιασε αυτά τα λάχτυλα, τα σφίξε και μήνει για πατήρ Ιώρος και Άγιο Πλέπνα
αυτά πρέπει να είναι ενωμένα γιατί περνάει ο διάβολος από μέσα
από εκείνη την ημέρα δηλαδή έχω πάντα έτσι, δεν θυμάμαι
όταν έχω κάποιες ελαφόγ
και δεν το καταλάβα για πότε ήρθε κοντά μου, πετούσε και τρόμαξε την μπροστά μου
και με έκανε αυτά τα λάχτυλα, τα σφίξε και με λέει για πατήρ Ιώρος και Άγιο Πλέπνα
αυτά πρέπει να είναι ενωμένα γιατί περνάει ο διάβολος από μέσα
από εκείνη την ημέρα λέει ότι έχω πάντα έτσι, δεν θυμάμαι
όταν έχω κάποιες ελαφόγ
και δεν το καταλάβα για πότε έρθει κοντά μου, πετούσε και τρόμαξε μπροστά μου
και με έπιασε αυτά τα λάχτυλα, τα σφίξε και μήνει για πατήρ, ιόμος και άγιο πλέπνα.
Αυτά πρέπει να είναι ενωμένα γιατί περνάει ο διάβολος από μέσα.
Από εκείνη τη μέρα, λέει, τα έχω πάντα έτσι, δεν θυμάμαι.
Όταν έχω κάποιες λαχόγια μεγάλη, πάντα ζητάω την βοήθεια.
Το νιώθετε κοντά σας, σας βοηθάει.
Αν με έχει ένα σταβό που το κοράει ακόμα, αυτό το σταβό το φορούσα, το έπρεπε να πω κρυφά και το φορούσα.
Όταν το έκανα, ζητούσα την βοήθεια του, δηλαδή τρεις φορές το έκανα, τώρα χάνω αυτά, δεν τα πιστεύω, αλλά αν ζητήσω την βοήθεια θα με κάνει.
Την τρίτη φορά που έχασα το σταυρό της μπάσμας μου, γιατί αυτό το έχει πάει με μπάσμα μου από το στρατό που το λένε τα τσιγάρα,
είναι ευλογημένο δηλαδή, δραχμή δραχμή κι αν εις το πάει.
Εγώ το φορούσα, γιατί μάζιζα να το φοράω,
και την τρίτη φορά που το έχασα το βρήκα στην εκκλησία να είναι απάνω,
Είχα να πω, έλα πάρ’ το.
Να τρέχω με την αγωνία να πάω να το βρω
και να το δω να πάω σε τόσο χόρτο,
ώστε να βρω έτσι.
Δηλαδή τώρα εσύ αν μάλλον εσύ τον άντρα σου
ή την πεθερά σου,
θέλει να πας να μονιάσεις
και μετά να αφήσεις να κυκλογήσεις.
Δεν σε δεχότανε.
Ήξερε ότι έχεις μαλώσει.
Ότι, ας πούμε, ήταν μια γυναίκα πολύ αμαρτωλή.
έφευγε από το μοναστήρι, δεν κοινόταν.
Έφευγε αυτός ή έδιωσε με τη γυναίκα.
Μερικές φορές έφυγε, μερικές φορές έφυγε να πάνε αμμονιάς και μετά να έρθει στην αίρα.
Ήταν αυτηρός.
Αυτηρός.
Είχα μια ξάλαφη εκεί που έτραχε, έπεφτε και λιποθυμούσε.
Πήγε, διάκουσε και έγινε καλά. Δηλαδή το σαμάτησα αυτό το…
Λέγει πες παππού τι έλεγε λοιπόν.
Έλεγε θα γίνει πόλεμος.
Λοιπόν η Τουρκία θα σβήσει έλεγε.
Η Κωνσταντιλούπου θα είναι ελληνικά.
Αλλά να φοβάσαι τα παιδημικά.
Να έχετε αμπριά.
Μιλούσε για αμπριά ε για χαρακόματα.
το ύψωμα απέναντι, λένε προφήτη λέει, το ύψωμα να έχετε αμπριά γιατί
θα πέσουν οι πυρινικά και να έχετε ράδιο και θα πούνε πλέον να βγείτε έξω
για τα πυρινικά να είστε έτοιμοι λοιπόν γιατί τα χρόνια δεν πανε καλά
όπως λέει και ο Παΐσιος τα ίδια μου ταιριάζουν με τον Παΐσιο εγώ ακόμα στην τηλεοράση
Εγώ θα φύγω, εγώ θα φύγω, στα στιγμές θα γίνει μεγάλο μονασύρι γενικίου.
Αλλά όταν πεθάνω οι γυναίκες θα χωρέσουν άσπρα σκεμπέλλια, όχι μαύρα.
Θα δείτε, σε τρεις ημέρες θα κοιμηθώ.
Εάν δεν ξυπνήσω θα με θάψετε.
Σε τρεις μέρες δεν θα με θάψετε.
Ήταν άλθος, πήγαιναμε, έρχομαστε νομίζω 3 Νοεμβρίου.
Είπε θα φύγω.
Μετά πήγαμε εκεί, πήγαμε στο μονασήρι μου λέει για βροχή μου, σήκωσε με λέει.
και χιόνισε που λες.
Σήκωσα, πήρα το χέρι του,
σήκωσα με φίλησε,
αύριο η ώρα 5 είπαν με χανέται.
Η ώρα 5, 3 Νοεμβρίου, πέθανε.
Όταν πηγαίναμε για να κοινωνήσουμε στα προφότια και μας μύρωνε και διάβατη απάνω μας
τώρα δεν το κρατώ, διάβατη απάνω και μετά μεταλάβανα με.
Αλλά, ήξερτε, ο άνθρωπος το κάτι ήταν, δεν θα το μ’απορονομά.
Μια γυναίκα, την λέει, δεν μπορώ να σε μεταλάβω, την λέει.
Λέει, γιατί πάτε, βλέπω, λέει, στο κοτάλι σου απάνω, λέει, ένα, μια οφιά.
Εμείς θα πόσταμε.
Λέει, εγώ θα μεταλάβω.
θα σε μεταλάπω κορίτσι και μου λέει την αμαρτία να έχεις και μεταλάπω
Πείτε μας τα γεγονότα που φιμάστε που έγιναν την ημέρα της κοιμήσεως του
Ήτανε πολύ κόσμος
Πολλοί κόσμος
και γεμίσανε ας πούμε λεωφορία
Από 12 μέχρι εδώ λεωφορία κόσμος πολύ…
Λέει ότι δεν θα έχετε μακριά, κασέλα δεν θα μου βάλετε και έλεγε όλες όταν πεθάνω θα μου τυλίξετε αστροστοβέρτες.
Συντώλη.
Ναι. Λοιπόν φέρα τότε ήταν ο δεσπός του ο Φίλιππας.
Ξέρανε κασέλα να το βάλουν, είπε ένας από τον Διπαδερό…
Λέει, είπε ο παππούλης, δεν θα βάλουμε την κασέλα, δε θα το βάλουμε, πω να εξωνοχωρείο, δεν θα τη βάλω δεν θα το βάλουμε.
Όταν λέει, θα μου βάλεις το μνήμα είναι 2 ελάτα.
Και εγώ καδελφός μου πήρκουν πίσω εκεί.
όταν δείτε ελεύθερα αυτούν τα πεκά θα έρθουνε να ανεβούνε τότε θα μη δάσσετε
τώρα ο κόσμος κοιτάζουν τα πεκά, βλέπουν τα πεκά λυγίσανε και τότε θα φάνε από κάποια μέρα.
Πόσα καιρό ήμουνε αυτά τα πεκά λυγισμένα. Τα πεκά? Ναι μήνα καιρό λυγισμένα.
Χαίρετε σπίτι μου, για να μπορέσεις να μηνтер
να γίνει για όλα αυτά!
Άγιος Γεώργιος Καρσλίδης. Γιορτή
Ο Άγιος Γεώργιος Καρσλίδης γιορτάζει στις 4 Νοεμβρίου
Άγιος Γεώργιος Καρσλίδης. Aπολυτίκιο
Ήχος πλ. α’ Τον συνάναρχον Λόγον.
Αναλήψεως μάνδρας σεπτόν δομήτορα, χαροποιού πένθους μύστην, καρδιακής προσευχής, ταπεινώσεως και νήψεως το έσοπτρον, ύμνοις, Γεώργιον, πιστοί, ώσπερ ομολογητών, τιμήσωμεν νέον εύχος, βοώντες, φρούρει θεόθεν, σημειοφόρε, τους ικέτας σου.
Άγιος Γεώργιος Καρσλίδης. Έτερο απολυτίκιο
Ήχος δ’ Ταχύ προκατάλαβε.
Εκ Πόντου ανέτειλας, ώσπερ αστήρ φαεινός, την Δράμαν εφώτισας, ταις διδαχαίς σου σοφέ, τη ισαγγέλω πολιτεία σου. Όθεν τοις προσιούσι, τη αγία Μονή σου, νέμεις ειρήνην, και παντοίας ιάσεις’ ως έχων παρρησίαν προς Χριστόν, Γεώργιε, πατήρ ημών Όσιε.
Άγιος Γεώργιος Καρσλίδης. Κοντάκιο
Τον ζηλωτήν Ηλίαν
Αργυρουπόλεως ένθεον βλάστημα, και Γεωργίας σεπτόν ενδιαίτημα, ο εν τη Δράμα ασκήσας ως άσαρκος, και αγιάσας μονήν Αναλήψεως, ημών ίσθι φύλαξ, Γεώργιε.
Άγιος Γεώργιος Καρσλίδης. Ποίημα (Ελισαίος Καπαδόπουλος)
Τα κυπαρίσσια σκύψανε
Εσέ να προσκυνήσουν
την ώρα της ταφής σου.
Και το τραγούδι αρχίσανε
πουλιά του παραδείσου
για δόξα, για τιμή σου.
Δε δόθηκες στη σάρκα,
στον κόσμο τούτον δω.
Πνεύμα ασκητικό.
Μα έγινες η βάρκα
για κόσμο εξωτικό.
Πνεύμα Χριστιανικό.
Με τα εξαίσια μάτια σου
θωρούσες τα βουνά
πέρα στο μοναστήρι.
Λίγοι στα μονοπάτια σου.
Οι άλλοι με τον ζουρνά
στης γης το κολαστήρι.