πιο δύσκολα απαντούμενο ερώτημα από αυτό της χαράς. Δεν υπάρχει, θα λέγαμε, δεν είναι καθόλου εύκολο να ορίσουμε τι είναι η χαρά, όσο ακριβώς και αν φαίνεται κάτι τέτοιο, καταρχήν αυτονόητο, δεν νομίζω ότι υπάρχει τίποτα πιο ευαίσθητο, πιο ευαίσθητο συναίσθημα από τη χαρά, πιο εύκολα αφανιζόμενο, πιο εύκολα διαλυόμενο, πιο αβέβαιο και πιο πολύτιμο. Και η χαρά των ανθρώπων του Θεού πρέπει να υπάρξει αντικείμενο νομίζω ιδιαίτερης προσοχής για να δούμε ακριβρείται ότι είναι σχεδόν υποχρέωση. Αλλά δεν σημαίνει τίποτε. Δεν έχει πίσω της συνήθως κανένα βαθύ αντίκρισμα.
Τον πατέρα Ιωάννη τον γνώρισα κι εγώ μέσα σε συνθήκες δύσκολες.
Έχω τον πειρασμό, απειροελάχιστα, να κάνω μια αναφορά. Οφείλω τη γνωριμία στον Άγιο Αργολίδος, ο οποίος σε μια επίσκεψή μου στο μοναστήρι του τότε, μου μίλησε γι’ αυτόν, ο ίδιος είχε την εμπειρία μιας θεραπείας, μιας ιάσεως, θαυμαστής, και μου λέει, κοίταξε να δεις, πήγαινα να βρεις αυτόν τον άνθρωπο, είναι άνθρωπος του Θεού, είναι μια παρουσία του Αγίου Πνεύματος.
Πραγματική είναι την εποχή υπήρχε ένα πολύ σημαντικό εκκλησιαστικό ζήτημα, στο οποίο ήμουν μπλεγμένος, δεν θα σας πω ακριβώς τι. Και υπό το βάρος της πίεσης αυτού του πολύ σημαντικού εκκλησιαστικού ζητήματος, πράγματι επισκέφθηκα τον πατέρα Ιωάννη.
Το πρώτο βίωμα ήταν το συγκλονιστικό βίωμα αυτό του καλωσορίσματος, «ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Ήταν τα πρώτα λόγια που έλεγε συνήθως και αμέσως ακολουθούσε ένας εναγκαλισμός, καρδιακός, υπαρξιακός εναγκαλισμός και αμέσως καταλάβαινες ότι αυτός ο άνθρωπος εκείνη τη στιγμή υπάρχει για σένα.
Θαύμαζε την πρόνοια και την παρουσία του Θεού σε σένα, θαύμαζε αυτά που είχε κάνει για σένα ο Θεός ή μαζί σου, σκόπευε να κάνει στο μέλλον και άρχιζε για τέλειο την προσευχή, καθώς σε κρατούσε αγκαλιασμένο.
Λοιπόν, τα θυμάστε αυτά.
Και μετά να σε αλείψει με ευχέλαιο ολόκληρο και μετά να σου πει τα καλύτερα και ξαφνικά να στραφείς το πρόβλημά σου. Έγινε ξαφνικά ότι συναντάς πράγματι, έβρισκες ένα τόπο να σταθείς. Ήταν ένας ανθρώπινος τόπος όπου συγχωρούσε πραγματικά τα πάντα. Ήσουνα εκεί και ήταν δικός σου και ήσουνα δικός του.
Και ξαφνικά μου λέει τι ακριβώς θέλεις τώρα και του λέω το θέμα. Και μου λέει κοίταξε να δεις, αυτό είναι θέλημα του Θεού να γίνει και θα γίνει.
Λοιπόν, εγώ δεν τον πίστεψα.
Δεν τον πίστεψα διότι ήταν τόση η καλοσύνη και η αγάπη, που σκέφτηκα ότι το λέει αυτό παρηγορώντας την αγωνία μου και τη λύπη μου της στιγμής εκείνης για το σοβαρό αυτό ζήτημα.
Λοιπόν, σηκώθηκα να φύγω, ήταν εσύ η πρεσβυτέρα μου μαζί, η οποία τον είδε και αυτή δύο λεπτά. Και ξεκινήσαμε να φεύγουμε από την Κερκίνη, να γυρίσουμε πίσω. Και ξαφνικά γυρίζει η πρεσβυτέρα μου και μου λέει, δεν μου λες λέει.
Γιατί ο παππούλης μιλώντας για το ζήτημα αυτό, για τον οποίο τον ρώτησες, το αποκάλεσε έτσι και έτσι;
Χρησιμοποίησε για να της το περιγράψει ένα συνθηματικό όνομα το οποίο το ήξερα μόνο εγώ κι ένας ακόμη και κανείς άλλος.
Την υπόθεση τάδε, όπως τη λέγαμε εμείς συνθηματικά. Σταματάω το αυτοκίνητο και γυρίζω αμέσως πίσω. Τον βρίσκω κάτω από το δέντρο να περιμένει χαμογελώντας.
Κατεβαίνω, μου λέει, γιατί δεν με πίστεψες. Τόσα χρόνια υπηρετώ τον Θεό. Δεν θα μου δώσει και εμένα ένα μικρό χάρισμα.
Λέω, ώστε θα γίνει γέροντα, είναι θέλημα Θεού μου λέει.
Λέω, πότε, σε ένα χρόνο από τώρα μου λέει.
Ακριβώς σε ένα χρόνο από τη στιγμή εκείνη ελύθη το θέμα αυτό. Αυτό αποτέλεσε βέβαια ένα συγκλονιστικό έναυσμα για μένα, για μια βαθύτερη γνωριμία.
Εγώ είμαι αυτό που λένε ένας εκπρόσωπος της ακαδημαϊκής θεολογίας, αλλά μπορώ να σας πω με πολλή βεβαιότητα ότι ακριβώς η κρίση του χριστιανισμού σήμερα σε όλες τις δυτικές κοινωνίες, οφείλεται ακριβώς σε αυτό, στο ότι δηλαδή λείπουν όλο και περισσότερο οι άνθρωποι, οι οποίοι αποτελούν ζωντανές μαρτυρίες της παρουσίας του Θεού στον κόσμο. Λείπουν άνθρωποι οι οποίοι είναι παρουσίες του Χριστού, πράγματι, παρά το ότι το ακαδημαϊκό μέρος συνήθως πάει πολύ καλά με τα σημερινά μάλιστα μέσα και έχει ο χριστιανισμός ουσιαστικά υποκύψει σε όλο αυτόν τον νομικισμό και τον ηθικισμό και τον δικανισμό και τον εξήλεωτισμό που ουσιαστικά διέπει ένα μεγάλο μέρος του δυτικού χριστιανισμού, αλλά έχει έρθει και στην Ελλάδα και έχει δημιουργήσει πραγματικά έναν εισαγγελικό χριστιανισμό ο οποίος δεν πληροφορεί τον σημερινό πονεμένο άνθρωπο. Ο πατήρ Ιωάννης λοιπόν ήταν μια παρουρουσία, πραγματικά, του Θεού στον κόσμο. Γι’ αυτό προσωπικά επίστην, μετά από τις επανειλημμένες συναντήσεις οι οποίες ακολούθησαν και από τις οποίες κρατώ πολλά προσωπικά ωφέλη, από τις οποίες κρατώ πολλά προσωπικά ωφέλη, αλλά σήμερα, για χαρευτής της σύναξης, θέλω ακριβώς να ξεχωρίσω από όλα αυτά αυτό το πράγμα, το βαθύ βίωμα αυτής της χαράς, την οποία εξέπεμπε αυτός ο άνθρωπος, να πούμε δύο λόγια για το τι θα μπορούσε, αυτός ο άνθρωπος, να πούμε δύο λόγια για το τι θα μπορούσε, τι ήταν αυτή η χαρά. Γιατί ήταν ένα βίωμα βαθιάς παρηγοριάς αυτή η χαρά. Προερχόμενο βέβαια από μια παρηγορημένη ψυχή, ήταν ο ίδιος μια πολύ παρηγορημένη ψυχή. Ήταν μια χαρά την οποία είχε, που πρέπει να ήταν από αυτή τη χαρά για την οποία μιλάει ο Χριστός όταν λέει ότι την χαρά την εμείν ουδής έρη αφιμών. Κανένας δεν μπορεί να σας την πάρει. Είναι δηλαδή μια χαρά η οποία είναι εγκατεστημένη, μόνιμη. Είναι η χαρά της ζωής εν Θεώ. Είναι η χαρά, θα λέγαμε, της συνεχούς πληροφορίας. Έτσι, όταν ο Πατήρ Ιωάννης μίλαγε για τους Αγίους, μίλαγε για γνωστούς ανθρώπους του. Κάποτε τον ρώτησα, έλεγε συνέχεια τον Άγιο Ραφώτησα λέει συνέχεια τον Άγιο Ραφαήλ και τον ξέρετε τον Άγιο Ραφαήλ Πάτερ βέβαια μου λέει όπως ξέρω εσένα και που τον έχετε δει να εδώ μου λέει και μου δει το ματιό του δίπλα ο Πατριωγής δεν έφτανε στην πίστη όπως φτάνουμε εμείς, ξεκινούσε από αυτήν. Είχε την εμπειρία ακριβώς της παρουσίας του Θεού, είχε να το πω έτσι τη χαρά της θέας του Θεού. Ήτανε βέβαιος, η χαρά του βεβαιωμένου, του βεβαιόπιστο, αυτό που λέει ο Άγιος Μάξιμος ότι έχει την αλυσμόνητη πίστη, την αλυσμόνητη γνώση του Θεού. Γνώριζε το Θεό. Μιρούσε σαν να ήταν πραγματικά ένας οικίος του Θεού. Και σας θυμίζω ότι αυτή η έκφραση ανοίξει τον Απόστολο Παύλο, συμπολίτητα των Αγίων και οικίοι του Θεού. Και είναι κάτι που το έχουμε σήμερα σχεδόν ξεχάσει. Οικίος του Θεού και είναι κάτι που το έχουμε σήμερα σχεδόν ξεχάσει οικίος του Θεού ήταν ένας οικίος του Θεού και μιλούσε εκμυστηρευόμενος μέσα από αυτή την οικιότητα μιλούσε στην κυριολεξία στο όνομα του Θεού πράγμα φοβερό δεν μιλούσε για να πει μια γνώμη το πως λέμε εμείς μια γνώμη επιστημονική ή μια γνώμη αστοπνευματική, αλλά μιλούσε αποκαλυπτικά. και λυπημένη διάθεση, λόγω κάποιων συμβενόντων στα ελληνικά, ακαδημαϊκο-θεολογικά και εκκλησιαστικά πράγματα, θυμάμαι και έχοντας πραγματικά εντός μου λογισμούς απαξίας για το ελληνοορθόδοξο εδώ σημερινό πράγμα που συμβαίνει και λοιπά. Τον επισκέφθηκα για να πάρω χαρά μόνο που θα τον δω. Και μετά το ευλογημένος ο ερχόμενος γυρίζει και μου λέει «Λοιπόν, για σκέψου να ζούσαμε στη Μογγολία». Λέω «Τι γέροντα, για σκέψου να ζούσαμε στο Αφγανιστάν, για σκέψου να ζούσαμε στην Ινδία. Μου λέει, ναι γέροντα, πράγματι, για σκεφτείτε, για σκέψου πόσο άσχημα θα ένιωθες τότε και τι ελπίδα θα έχες τότε, μου λέει, καμία. Ενώ τώρα, και αρχίζει ένας ποταμός, να ο Άγιος Τάδε, να ο Άγιος Δίνα, να ο εκείνος, να το ένα, να το άλλο. Μετά από λίγο, στην κυριολεξία, πετούσα. Ήτανε πραγματικά ικανός να δει τι συνέβαινε στα βάτσφυγες. Ήταν πολύ ταπεινός όμως. Δεν επεδείκνυε ποτέ τα χαρίσματά του. Η Ισαΐσα προσπαθούσε να τα κρύβει, εγώ πιστεύω ότι ούτε και οι δικοί του ακόμα που είναι εδώ δεν μπόρεσαν πολλά πράγματα να τα δούνε, γιατί τα κρύβευε με πάρα πολύ μεγάλη επιμέλεια. Θυμάμαι μια άλλη φορά, είχαμε έναν Αμερικανό φοιτητή μου, να τον συναντήσω, ο οποίος άκουσε για αυτόν και ήθελε οπωσδήποτε να γνωρίσει και αυτός κάτι τέτοιο, διότι αυτοί εκεί έξω δεν έχουν τέτοιες εμπειρίες τέτοιων ανθρώπων και τέτοιων συναντήσεων. Αυτός λοιπόν, ο Αμερικανός φοιτητής, στον δρόμο που πηγαίναμε με το αυτοκίνητο, είχε πάρα πολύ μεγάλη αγωνία και αδειμονία και βρισκόταν σε μια κατάσταση άγχους, θα έλεγα στην κύριο Λεξία, σε σημείο που αναγκάστηκα να το ρωτήσω τι σωσίμαι. Ήμουνε, δεν μπορώ να πω, δεν έχω κάτι, ένα πρόβλημα. Λοιπόν, όταν φτάσαμε στο σπίτι εκεί, μας λέει η παπαδιά, είναι πολύ άρρωστο σήμερα. Φανταστείτε, δεν πήγε καν στην εκκλησία, ήταν Κυριακή. Για να μην πάει στην εκκλησία, είναι αδύνατον. Λοιπόν, κρίμα λέει ο Αμερικανός. Και εκείνη τη στιγμή, όπως στεκόμασταν στο μικρό εκείνο σαλονάκι, τον βλέπουμε να έρχεται με τις φιτζάμες σαιρνάμενος σχεδόν, διπλωμένος στα δύο, πλησιάζει τον Αμερικανό και του λέει τρεις φορές, άξιος, άξιος, άξιος και γυρίζει και φεύγει. Λοιπόν ο φοιτητής μου λέει, πάτερ αυτό είναι το συγκλονιστικότερο γεγονός της ζωής μου. Αυτό είναι το συγκλονιστικότερο γεγονός της ζωής μου. Αυτός είχε λογισμό να γίνει ιερέας. Αλλά είχε λογισμό ότι δεν είναι άξιος να γίνει. Γιατί πρέπει να εγκαταλείψει τη σκέψη αυτή. Και είχε έρθει με σκοπό να ρωτήσει. Και ήρθε λοιπόν ο ασθενής, στερνάμενος, το θυμάμαι σαν τώρα, για να του φέρει την πληροφορία. Καταλάβατε. Λοιπόν, και το ξαναλέω ότι αυτή η χαρά ήταν το επιστέγασμα όλης αυτής της υπέροχης απλής ύπαρξης. Μια χαρά που να πω ότι στηριζόταν, θα τοοβουλεμία μου μέχρι τα μυστήρια, η μεγάλη χαρά του Πατρός ήταν η Θεή Λειτουργία. Δεν είχε λόγια να μιλήσει για τη Θεή Λειτουργία. Μου έλεγε όλα είναι εκεί. Ποια είναι εκεί γέροντα, όλα όλα όλα δεν μπορούσε να λέει, δεν ήθελε να πει. Ποια όλα, όλα εκεί μου έλεγε είναι εκεί. Και ο Χριστός, η Παναγία και οι άγγελοι και τα παρόντα και τα μέλλοντα και όλες οι πληροφορίες μου λέει, από εκεί απορρέω, από την Αγία Τράπεζα. Και όλη η θεολογία μου λέει, που θες εσύ. Έτσι, ήταν λοιπόν αυτή η… Και βεβαίως αυτό το πράγμα γινόταν στη συνέχεια χαρά της πνευματικής αγάπης. Με του σιωνόταν πραγματικά σε έναν συνεχή εναγκαλισμό του άλλου. Ξέρετε, μας λείπουν τέτοιες εμπειρίες. Δεν ξέρουμε τι σημαίνει να μας αγκαλιάζει κάποιος. Παρόλο που όλοι έχουμε την εμπειρία της αγκαλιάς, να μας αγκαλιάζει κάποιος δεν ξέρουμε τι είναι. Πρέπει να σ’ αγκαλιάσει ένας Άγιος, ανιδιοτελής τόσο πολύ, έτσι, και τόσο πολύ εσωτερικά διαθέσιμος, να το πω έτσι. Ξέρετε τι μεγάλο πράγμα είναι αυτό. Χωρίς να σου ζητάει τίποτα. Χωρίς να περιμένει από σένα τίποτα. Χωρίς να ελπίζει από σένα τίποτα. Είναι η χαρά της απόλυτης διάνοιξης, της απόλυτης ευγνωμοσύνης. Ξέρετε σήμερα έχουμε μια πολύ μεγάλη κρίση ευγνωμοσύνης. Έτσι. Γιατί όλοι μας είμαστε παιδιά της φαντασίας. Είμαστε από υποκείμενα μιας ατέλειωτης φαντασίωσης που μας κρίνει στον εαυτό μας. Και δηλαδή, ήσασταν αυτοδιοκητικό, ναρκισισμό, χωρίς όρια. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε σήμερα να συγχωρήσουμε, έτσι. όρια γι’ αυτό και δεν μπορούμε σήμερα να συγχωρήσουμε έτσι και δεν μπορούμε στην πραγματικότητα να δούμε το Θεό μόνο ιδιωτελώς ακόμα και το Θεό όχι μόνο τον άλλο λοιπόν αυτός δεν έβλεπε το Θεό ανίδιοτελώς αισθανόταν πάρα πολύ ευεργετημένος, πάρα πολύ ευνοημένος, πάρα πολύ ευλογημένος και έκλαιγε από χαρά και από ευνομοσύνη και τη στιγμή που πλησίαζες αναγκεμένος μετοχέτευε όλη αυτή την ευνομοσύνη και όλη αυτή τη δωρεά που αισθανόταν να τον πλημμυρίζει, σε μια τέλειωτη διαθεσιμότητα. Και ήταν, όπως σας είπα, εκείνη τη στιγμή, ο ιερός τόπος γινόταν, όπου στεκόσουνα έτσι όπως είσαι. Δεν μπορούσες να κρυφτείς μπροστά στον Παπαγιάννη. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνεις το σπουδαίο. Και τι είσαι εσύ για ξαναπες μου» μου λέει, ξαναπες μου. Δυσκολεύομαι να του εξηγήσω τι ακριβώς κάνω και ότι είμαι καθηγητής εδώ και στο εξωτερικό και το ένα και το άλλο. Με κοίταγε, με κοίταγε και με κοίταγε και αυτό που έβλεπε σε μένα ήταν πολύ βαθύτερο από όλα αυτά. Καταλάβατε, έβλεπε τα πραγματικά ερωτήματα της ψυχής μου, έβλεπε την πραγματική ανάγκη που έχει ο άνθρωπος για πνεύμα Άγιο, έβλεπε τις κινήσεις της χάρητος μες τον άνθρωπο, πώς κινείται η χάρης, πώς τον διεκδικεί η χάρης, με ποιο τρόπο. Και τελικά σου μετέδιδε αυτή την ουράνια χαρά, που αν μου ζητούσε κανείς να την πω με μια κουβέντα, με ποιο τρόπο, και τελικά σου μετέδιδε αυτή την ουράνια χαρά, που αν μου ζητούσε κανείς να την πω με μια κουβέντα, θα έλεγα ήταν η χαρά της Αναστάσεως, η χαρά της αιώνιας ζωής. Ήταν εν ζωή, ο Πατήρ Ιωάννης ήταν πάντα ζωντανός και δεν θα πέθαινε ποτέ, και το ήξερε αυτό. Δεν υπήρχε θάνατος. Τα γνώριζε τα εκείθεν πολύ καλά. Ήξερε πού θα πάει, με μεγάλη λεπτομέρεια. Και για το λόγο αυτό ο θάνατος ήταν για αυτόν ακόμα μια χαρά με τις άλλες χαρές. Και δεν είχε ανάγκη να προφυλαχθεί από τίποτα. Δεν υπήρχε τίποτα. Καταλάβατε. Δεν είχε εχθρούς. Δεν είχε ούτε καν κατά διάνοια την ανάγκη να είναι ενάντιος σε κάποιον. Αδικήθηκε κάποια στιγμή, εκκλησιαστικά. Και βρέθηκα να τον υπερασπίζομαι ακόμα κι εγώ. Λοιπόν, δεν μπορούσες να διακρίνεις πάνω του ένα ίχνος παράπονο. Ένα πράγμα σαν ήταν ένα μωρό παιδί. Το μωρό το οποίο το αδικείς αλλά δεν καταλαβαίνει τι αδικείται. Συνεχίζει να σε κοιτάει με τα ίδια βουνόμωνα μάτια. Έτσι και αυτός. Δεν είχε λόγο να πει έναντι σε κάποιον κάτι. Τι φοβερό πράγμα. Είναι δυνατόν αυτό να γίνει. Σήμερα είναι αδύνατον πια. Προσέξτε. Η μαρτυρία αυτών των ανθρώπων, η υπαρξιακή μαρτυρία τους, είναι η μαρτυρία ότι ο Θεός είναι άνθρωπος. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει κανένας φόβος, κανένα πρόβλημα. Όλα τα προβλήματα έχουν τεθεί και έχουν λυθεί. Αυτό είναι το βία μου που με τέδεται. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα και κανένας τρόμος και καμιά αγωνία. Πήγαινες και αισθανόμουν κάποιες φορές ότι εάν του έλεγα «Γέροντα, ξεκίνησε πυρηνικός πόλεμος εκεί έξω» και εγώ έρχομαι να σου το πω αυτή τη στιγμή. Τι θα κάνουμε. Δεν υπήρχε περίπτωση να του πάρει κανείς τόσο από τη χαρά του. Αυτό είναι το θαύμα της Εκκλησίας. Αυτό είναι το θαύμα του χριστιανισμού. Και νομίζω ότι αυτό το θαύμα της νίκης κατά πάνω στο θάνατο, της νίκης κατά του θανάτου, Αυτό το θαύμα της νίκης κατά πάνω στο θάνατο, της νίκης κατά του θανάτου, αυτό το θαύμα είναι αυτό που κυρίως στέλνει ο Θεός ανθρώπους Αγίους να το μαρτυρήσουν. Α, και θα πω και κάτι τελευταίο. Προσέξτε, είναι σημαντικό, είπε ο πατήρας εδώ ο Χρυσόστομος, είναι το πεζικό, δύο λεσόστομος, είναι το πεζικό. Δύο λεφτά, καθόλου πεζικό. Πεζοναύτης ήταν. Πρώτης γραμμής. Και θέλω να το πω αυτό επίτηδες, διότι ήταν και έγκαμος, προσέξτε. Και είναι μια μαρτυρία ότι ο γάμος καθόλου δεν εμποδίζει την αγιότητα. Προσέξτε, αγαπώ πολύ και προσωπικά τον μοναχισμό, το ξέρουν όσοι με ξέρουν, αλλά, αυτά που λέω και αυτά που γράφω, αλλά μερικές φορές ο γάμος δεν στην εκκλησία πρέπει να έχει τη θέση την οποία το Πνεύμα το Άγιο, και όχι εμείς οι άνθρωποι, τον έχει τοποθετήσει. Ο πατήρ Ιωάννης έφερε μια αμαρτυρία ότι καθόλου ο γάμος δεν εμποδίζει μια χερουβική αγιότητα και μια καθαρότητα, η οποία στην κυριολεξία μας άφηνε άναυδος. Γυρίζει κάποια στιγμή και μου λέει, πάτερ, πάτερ, να λυπάσαι τα σημερινά παιδιά, ήξερα ότι τα λαβερίζουμε φοιτητές, να τα σκεπάζεις γιατί εμείς προλάβαμε, φάγαμε λίγο αγνοψωμί. Αυτά δεν μπορέσανε, δεν μπορέσανε, πολύ αγνοψωμί είχε φάει. Αυτά δεν μπορέσανε, δεν μπορέσανε. Πολύ αγνό ψωμί είχε φάει. Και όλα τα έκανε αγνά. Όταν τα κάνει κανείς όλα αγνά και καθαρά, είναι καθαρός σύνοπιν του Θεού. Και έρχεται η μεγάλη χάρις και σκηνώνει. Έχεται η μεγάλη χάρι ο πατήρ Ιωάννης. Όχι μικρή.
Σας το λέω, δεν ήταν πεζικάριος. Η προσωπική μου αίσθηση ήταν ότι ήταν κομάντο. Και προχωρημένος μάλιστα και ικανός να αντιμετωπίζει τα πιο δύσκολα πνευματικά προβλήματα με την παρουσία της, βλέπω λύπη σήμερα, την Παπαδιά του, η οποία για μένα έχει ένα μερίδιο στην αγιότητα αυτή μαζί έκαμαν τις ολονυχτίες και μαζί έκαμαν τα κομποσχοίνια και μαζί δεν ξέρω αν την έπαιρναν και μαζί στις αναχωρήσεις του που έλεγε πήγα κάπου πού ήσουνε η αγιότητα πήγα κάπου λίγο μακριά έλεγε να κάνω μια επίσκεψη γιατί δεν είχε φύγει από εκεί καταλάβατε πήγαινε όμως ένα Υιό Πνεύματι. Λοιπόν, και αυτό ακόμα είναι μια μαρτυρία γιατί τα πράγματα του Θεού είναι όλα Άγια και εμείς βέβαια τα κάνουμε με έναν τρόπο που πολλές φορές τα μειώνει και τα μαυρώνει. Λοιπόν, ελπίζω σε μια επόμενη φάση να μπορέσουμε να προχωρήσουμε και το ζήτημα πιο επίσημα με τον πατέρα Ιωάννη. Προς το παρόν ας μαζευτούν αυτές οι μαρτυρίες και ας είμαστε ευγνώμονες στον Θεό που μας τον χάρισε.
Αμήν.