Βέβαια, η ρουμανική κίνηση υπήρξε μικρή σε αριθμούς και ορμή, αλλά είχε οπωσδήποτε την υλική και ηθική συμπαράσταση της αυστριακής πολιτικής και του καθολικού δόγματος, ενώ παράλληλα το ρουμανικό κράτος διέθετε μεγάλα χρηματικά ποσά και συμπαραστεκόταν με όλους τους τρόπους στα όργανά του, προκειμένου να επιτύχει τον αντικειμενικό του σκοπό.
Μετά του 1859 άρχισαν να ιδρύονται τα πρώτα ρουμανικά σχολεία στο Τύρνοβο, στο Μεγάροβο, στο Γκόπεσι και σε ορισμένες άλλες ελληνοβλαχικές κωμοπόλεις της Β.Δ. Μακεδονίας του γεωγραφικού διαμερίσματος Μοναστηρίου. Τα σχολεία εκείνα υπολειτουργούσαν σε υποτυπώδη μορφή και συγκέντρωναν ελάχιστους μόνον μαθητές. Εξ' άλλου, ο πρωτεργάτης της Ρουμανικής δραστηριότητας Απόστολος Μαργαρίτης θεωρούνταν ιδιαίτερα μισητό πρόσωπο από το σύνολο του ελληνοβλαχικού στοιχείου, επειδή κατέβαλε διαρκείς προσπάθειες για να δημιουργήσει μια ανύπαρκτη ρουμανική εθνότητα, χωρίς να υπάρχουν και τα στοιχειώδη, έστω, ερείσματα και κάποιες βασικές προϋποθέσεις, επιθυμώντας να εισαγάγει τη ρουμανική γλώσσα στα σχολεία και στις ελληνικές εκκλησίες. Ξόδευε μεγάλα χρηματικά ποσά, τα οποία διέθετε η επίσημη ρουμανική πολιτεία για τη Μακεδονία, και ενισχυόταν οικονομικά – υλικά και ηθικά από τους Αυστριακούς και το καθολικό δόγμα.
Β
Όπως, όμως, γράφει ο Ν. Φίστας, γιατρός από τη Νεβέσκα, το σημερινό Νυμφαίο του Ν. Φλωρίνης, στην οντότητα των Βλάχων υπήρχε η φωνή του ελληνικού αίματος και η παράδοση αιώνων:
«Ποίος εξηνάγκαζε τους Βλάχους αυτούς να αγωνίζονται, όπως ηγωνίσθηκαν, εάν δεν υπήρχεν η φωνή του αίματος και η παράδοσις αιώνων; Απαιτούμεν, λοιπόν, μεγαλύτερον σεβασμόν προς τους Βλάχους και καλόν είναι και δίκαιον να ενθυμούμεθα το όλως αξιοθαύμαστον έργον της Μακεδονίας του εξωτερικού…»
Για τον Απ. Μαργαρίτη, «εξωμότη» Έλληνα δάσκαλο και μετέπειτα πράκτορα της Ρουμανικής κίνησης, που καταγόταν απ' τη Βλαχοκλεισούρα της Μακεδονίας, ιστορεί τα παρακάτω ο Νεοκλής Καζάσης στο βιβλίο του «Μακεδονικό πρόβλημα», Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 96: «Ετραγώδησε… το άσμα του ρωμανισμού εν Μακεδονία και Θεσσαλία, εν Ηπείρω και Αλβανία… Είναι απίστευτος η θρασύτης, μεθ΄ης συνέγραψε τον ρουμανικόν θρύλον της Μακεδονίας και των περί αυτήν χώρων, αλλ' έτι μάλλον απίστευτος η ευήθεια και η εθελοθυσία των χορηγών επισήμων ή ανεπισήμων. Οι κατοικούντες την λεγομένην ελληνικήν χώραν Έλληνες δεν είναι ιθαγενείς, έλεγεν εν φλογεροίς κηρύγμασιν, αλλά ξένοι, επήλυδες, εξ΄Αιγύπτου και Φοινίκης προελθόντες. Αληθείς δε απόγονοι των Πελασγών είναι οι Αλβανοί και οι Βλάχοι, άρα αδελφοί και νόμιμοι κύριοι της χώρας».
Β
Ο θεμελιωτής της ρουμανικής προπαγάνδας στη Μακεδονία, ο οποίος υποστήριζε με πάθος τα πανσλαβιστικά κομιτάτα, διέθετε άφθονα χρηματικά μέσα, εξαγόραζε τους αρμόδιους μουσουλμάνους αξιωματούχους προκειμένου να πετυχαίνει τους στόχους του και συκοφαντούσε στις Τουρκικές αρχές τους επιφανείς Έλληνες της Μακεδονίας που αντιτάσσονταν στα φιλορουμανικά του σχέδια.
Δυστυχώς, ο Μαργαρίτης στα ανθελληνικά του σχέδια υποστηρίζονταν από τους προξένους των μεγάλων δυνάμεων και τους «προϊσταμένους» των διαφόρων θρησκευτικών δογμάτων που δρούσαν στη Μακεδονία. Απ' όλες τις θρησκευτικές κινήσεις, η σπουδαιότερη ήταν η κίνηση – προπαγάνδα των Λαζαριστών, η οποία ακόμη και στην πρωτεύουσα της Ηπείρου, τα Γιάννενα, παραχώρησε στο Μαργαρίτη μια πτέρυγα της μονής των Λαζαριστών για να λειτουργήσει το μοναδικό ρουμανικό σχολείο, διότι ο ίδιος δεν μπορούσε να βρει κατάλληλο οίκημα, αφού οι Γιαννιώτες πληροφορήθηκαν έγκαιρα τα κακόβουλα σχέδιά του και τον απομάκρυναν γρήγορα από κοντά τους. Εξ' άλλου, η ίδια αυτή οργάνωση των Λαζαριστών συνήθως πρόδιδε τους Ορθόδοξους Έλληνες στις Μουσουλμανικές αρχές για κάθε τους «ύποπτη» κίνηση.
Την άνοιξη του 1905 η ρουμανική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε προς την Υψηλή Πύλη και προς τις Μεγάλες Δυνάμεις και αξίωσε να συστήσει η Ελληνική Κυβέρνηση στο Πατριαρχείο να δέχεται τη χρήση της ρουμάνικης γλώσσας στις εκκλησίες και στα σχολεία των Ρουμανικών κοινοτήτων της Μακεδονίας και, επί πλέον, η ρουμανική πλευρά ζήτησε επίμονα την αναστολή της Ελληνικής ανταρτικής δράσεως στη Μακεδονία. Το Πατριαρχείο, με τη σειρά του, καθώς και η Ελληνική κυβέρνηση, αρνήθηκαν κατηγορηματικά να ικανοποιήσουν τα ρουμανικά αιτήματα με την αιτιολογία ότι θίγονταν τα προνόμια της Ορθοδόξου Εκκλησίας, επικαλέστηκαν μάλιστα τη ρουμανοβουλγαρική συνεργασία στο μακεδονικό χώρο.
Β
Το Σεπτέμβριο του 1905 ανακλήθηκαν οι πρέσβεις Ελλάδος και Ρουμανίας από το Βουκουρέστι και την Αθήνα, αντίστοιχα, και η Ρουμανία κατήγγειλε την Ελληνορουμανική σύμβαση του 1900-1901.
Στη συνέχεια το επίσημο ρουμανικό κράτος έπληξε καίρια τα ζωτικά οικονομικά συμφέροντα των Ελλήνων στη Ρουμανία, έκλεισε τα Ελληνικά Σχολεία και έθεσε σε ενέργεια την απέλαση Ελλήνων υπηκόων της, την άγρια, επίσης, κακοποίηση του ελληνικού στοιχείου και τον Ιούνιο του 1906 διακόπηκαν οι Ελληνο-ρουμανικές σχέσεις. Αυτή η κρίση στο Μακεδονικό, με αιχμή του δόρατος το ρουμανικό επεκτατισμό και τις διεκδικήσεις του, αποσόβησε ίσως χειρότερες εξελίξεις για το ελληνικό στοιχείο.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τον Πολύβιο και το Στράβωνα, στα όρια της Ηπείρου κατά τους ιστορικούς χρόνους, διαβιούσαν ορεσίβιοι πληθυσμοί, οι οποίοι, ως προς τον τρόπο ζωής τους που είχε ως οικονομική βάση την κτηνοτροφία, παρουσιάζουν αρκετά κοινά σημεία με τους Βλάχους των νεωτέρων χρόνων. Το μεγάλο λιμάνι του Ωρικού (το Ωρικόν ή Ωρικός), πολύ κοντά προς τον σημερινό Αυλώνα, θεωρούνταν η αρχή της Ελλάδος. Από τους αρχαιότατους ιστορικούς χρόνους, επομένως, υποδεικνύονται τα όρια ολόκληρης της Ηπείρου, ως απαρχής της Ελλάδας.
Β
Αυτή η ενιαία και αδιαίρετη Ήπειρος αποτέλεσε κατά τους ιστορικούς χρόνους ανεξάρτητο ελληνικό κράτος και έφθασε σε τέτοιο βαθμό ισχύος, ώστε ο διάσημος βασιλιάς της Πύρρος να αναλάβει την ατυχή εκστρατεία εναντίον της Ρώμης, αφού προηγουμένως φιλοδόξησε να κατακτήσει ολόκληρη την Ιταλία, τη Σικελία και τη Βόρεια Αφρική, έχοντας στο στρατό του και δύναμη 20 ελεφάντων.
Τον Οκτώβριο μήνα του 1912 εξερράγη ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος. Οι Αλβανοί δεν θέλησαν να λάβουν μέρος σ' αυτόν μαζί με τα άλλα 4 χριστιανικά έθνη των Βαλκανίων, αντίθετα οι Τουρκαλβανοί πολεμούσαν ολοφάνερα στο πλευρό της Τουρκίας για τη διατήρηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια και την Ευρώπη και επιπλέον αγωνίζονταν έτσι για την καταδυνάστευση των χριστιανικών λαών της Χερσονήσου του Αίμου. Στο δε Μπιζάνι Ιωαννίνων, που στοίχισε τόσες και τόσες θυσίες στον Ελληνικό στρατό μέχρι να πέσει (21/2/1913), οι Τουρκαλβανοί ήταν εκείνοι που μάχονταν σκληρά και με ακαταμάχητο πείσμα εναντίον του Ελληνικού στρατού.
Η εφημερίδα «Νέα Ημέρα» των Αθηνών στις 28 Φεβρουαρίου 1913 δημοσιεύει δηλώσεις Αλβανών, οι οποίες αποκαλύπτουν τη στάση τους: «Οι κατά των Ελλήνων, Μαυροβουνίων και Σέρβων πολεμούντες είναι Αλβανοί ως επί το πλείστον…»
Ο Αλβανός πολιτικός και επίσκοπος της Αλβανικής Εκκλησίας Θεοφάνης Μαυρομμάτης (Φαννόλη) που μετέβη εκείνη την περίοδο επίτηδες από τη Βοστώνη στην Τεργέστη, γράφει: «Δεν είναι Τούρκοι εκείνοι που αγωνίζονται εις τα Ιωάννινα και τη Σκόδρα, αλλά Αλβανοί».
Στις 4-7 Δεκεμβρίου 1912 ο Ελληνικός στρατός με μια σειρά εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στο Ηπειρωτικό Μέτωπο κατέλαβε την Κορυτσά και συνεχίζοντας τη νικηφόρα πορεία του έγινε κύριος του Αργυροκάστρου και της Κλεισούρας στις 3 Μαρτίου 1913 και κατέλαβε το Τεπελένι, φθάνοντας στη συνέχεια μέχρι το Μπεράτι.
Β
Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση με το άρθρο 5 της συνθήκης του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) καθώς και το άρθρο 15 της ελληνοτουρκικής συνθήκης των Αθηνών (14 Νοεμβρίου 1913) είχε δεσμευτεί να εναποθέσει στις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις το ζήτημα της επιλύσεως των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, οι Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις στις 31 Ιανουαρίου 1914 ανήγγειλαν στην Ελλάδα την απόφασή τους να της παραχωρήσουν τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, εκτός από την Ίμβρο, την Τένεδο και το Καστελόριζο, τα οποία θα παρέμεναν Τουρκικά, αλλά με τον απαράβατο όρο ότι:
1. Τα ελληνικά στρατεύματα θα αποχωρούσαν από τη Βόρειο Ήπειρο.
2. Δεν θα αντέτασσαν καμιά αντίσταση, ούτε θα ενθάρρυναν το ντόπιο Ελληνικό στοιχείο να εναντιωθεί στις αποφάσεις τους.
Εν κατακλείδι, η διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων κατέληγε λέγοντας ότι: 3. Ο Ελληνικός στρατός έπρεπε να έχει αποχωρήσει από τη Βόρειο Ήπειρο ως τις 31 Μαρτίου 1914.