Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα βασίλειο πολύ μακριά από δω, ζούσε ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα που ήταν πολύ λυπημένοι γιατί δεν είχαν παιδιά.
Όταν ο βασιλιάς είδε κι απόειδε, πήγε σ’ ένα μακρινό δάσος ν’ ανταμώσει τρεις νεράιδες που μένανε εκεί, και που κατά πώς λέγανε, κάνανε τις επιθυμίες των ανθρώπων πραγματικότητα.
Πραγματικά τις βρήκε και τις παρακάλεσε να του δώσουν ένα παιδί. Εκείνες τον λυπήθηκαν και του έταξαν ότι σε έναν χρόνο και μια μέρα, η βασίλισσα θα γεννούσε ένα αγόρι.
Πραγματικά σ’ έναν χρόνο και μια μέρα ακριβώς, ούτε μέρα πάνω ή κάτω, η βασίλισσα γέννησε ένα όμορφο μωρό.
Την ίδια νύχτα, οι τρεις νεράιδες φάνηκαν μπροστά στην κούνια του, για να του δώσουν τις ευχές τους.
Η πρώτη νεράιδα είπε:
– Θα ‘σαι το πιο όμορφο βασιλόπουλο του κόσμου!
Η δεύτερη νεράιδα είπε:
– Θα είσαι σοφός και τίμιος!
Η τρίτη νεράιδα, σαν άκουσε τις αδερφές της να δίνουν τόσα χαρίσματα στο παλικάρι, σκέφτηκε και είπε:
– Θα τα χεις όλα αυτά, μα θα ‘χεις και γαϊδουρινά αυτιά, για να μην γίνεις ποτέ περήφανος και φαντασμένος.
Οι τρεις νεράιδες σαν απόκαναν τις ευχές τους, σηκώθηκαν κι έφυγαν.
Και πραγματικά το παλικαράκι μεγάλωνε και γινότανε όμορφο και μυαλωμένο. Μα ταυτόχρονα μεγαλώνανε και τα αυτιά του.
Ο βασιλιάς κι η βασίλισσα το έβλεπαν αυτό και ήταν πολύ στεναχωρημένοι. Δεν μπορούσαν να το χωνέψουν ότι το δικό τους παιδί, το βασιλόπουλο, είχε γαϊδουρινά αυτιά! Φοβόταν ότι αν το καταλάβαιναν αυτό και οι υπήκοοί τους, ούτε θ’ αγαπούσαν ούτε θα σέβονταν το βασιλόπουλο. Άσε που θα το κορόιδευαν. Έτσι του φορούσαν συνέχεια ένα ειδικό κασκέτο, που έκρυβε τα αυτιά του και κανείς άλλος εκτός από εκείνους δεν ήξερε αυτό το φοβερό μυστικό.
Έτσι το μυστικό αυτό έμεινε μυστικό για πάρα πολλά χρόνια και κανείς δεν το είχε καταλάβει. Κι όλοι αγαπούσαν το βασιλόπουλο, γιατί ήταν όμορφο, καλόκαρδο και μυαλωμένο κι όλοι περίμεναν πώς και πώς να μεγαλώσει για να γίνει βασιλιάς. Και το βασιλόπουλο μεγάλωνε. Μέχρι που έγινε ένα πανέμορφο παλικάρι. Μαζί όμως μεγάλωναν και τα αυτιά, αλλά και τα μαλλιά του! Κι όσο ήταν μικρό, δεν πείραζε που τα μαλλιά του ήταν μακριά, σαν κοριτσιού. Τώρα όμως που είχε μεγαλώσει, δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτό και έπρεπε να κουρευτεί
Ο βασιλιάς ένα ολόκληρο βράδυ σκεφτότανε τι να κάνει.
Και την άλλη μέρα το πρωί, έστειλε και φωνάξανε τον καλύτερο κουρέα του βασιλείου του και του είπε:
– Αποφάσισα να σε κάνω πριγκιπικό κουρέα. Η δουλειά σου δεν θα είναι δύσκολη. Κάθε μέρα θα ξυρίζεις τον πρίγκιπα, και μια φορά την βδομάδα θα τον κουρεύεις. Θα ζεις στο παλάτι, θα πληρώνεσαι καλά και θα περνάς βασιλικά. Όμως πρόσεχε. Αν πεις κουβέντα απ’ όσα δεις εδώ μέσα, θα σε τιμωρήσω πολύ σκληρά!
Ο κουρέας δεν πίστευε στην τύχη του, και φυσικά δέχθηκε, δίνοντας όρκο βαρύ, ότι ποτέ τίποτα απ’ όσα θα έβλεπε δεν θα έλεγε σε άνθρωπο.
Κι έτσι έγινε ο «Επίσημος Πριγκιπικός Κουρέας». Πολλοί τον ζηλεύανε, και δεν είχανε κι άδικο, γιατί πραγματικά περνούσε σαν βασιλιάς. Όμως το μυστικό που έπρεπε να κρατάει, ήτανε βαρύ. Δεν μπορούσε να το αντέξει. Ένιωθε να τον πνίγει. Κάπου έπρεπε να πει για τα γαϊδουρινά αυτιά του πρίγκιπα! Όμως είχε κάνει όρκο, κι άλλωστε φοβότανε και την τιμωρία του βασιλιά.
Έτσι μια μέρα αποφάσισε να πάει να ζητήσει την συμβουλή ενός ερημίτη που ζούσε ψηλά σ’ ένα βουνό και άνθρωπο δεν έβλεπε.
Ο ερημίτης, αφού τον άκουσε τον ορμήνεψε:
– Αν τόσο πολύ σε βαραίνει το μυστικό αυτό, άντε σε μια ερημιά, άνοιξε μια βαθιά τρύπα στην γη, και πες της το μυστικό σου. Μετά κλείσε την τρύπα, κι η γη πουθενά δεν θα το πει και δεν θα σε προδώσει.
Ο κουρέας τον ευχαρίστησε, κι έκανε όπως του είπε. Και πραγματικά. Η ορμήνια του γέρου σοφού ήτανε πολύ καλή. Μόλις είπε το μυστικό του στην γη, ένιωσε πολύ καλύτερα. Ξαναγέμισε την τρύπα με χώμα και γύρισε στο παλάτι τραγουδώντας.
Όμως εκεί στην γη, σε λίγο καιρό φύτρωσαν μερικά όμορφα καλάμια. Μια μέρα περνούσαν από κει κάποιοι βοσκοί, και καθώς τα είδαν, έκοψαν μερικά για να κάνουν φλογέρες. Όμως, όταν έπιασαν να παίζουν τις φλογέρες τους, εκείνες μόνο ένα παράξενο τραγούδι έβγαζαν:
Το βασιλόπουλό μας, γαϊδουρινά αυτιά έχει…
Το βασιλόπουλό μας, γαϊδουρινά αυτιά έχει…
Τίποτα άλλο
Κι όπως καταλαβαίνετε, δεν χρειάστηκε πολύς καιρός, να μαθευτεί σ’ ολόκληρη την χώρα η ιστορία με τις φλογέρες των βοσκών που τραγουδούσαν, καθώς και το τραγούδι που έλεγαν. Κι όπως ήταν φυσικό, έφτασε και στ’ αυτιά του βασιλιά.
Εκείνος κάλεσε τους βοσκούς στο παλάτι και τους διέταξε να του παίξουν έναν σκοπό. Όμως όσο κι αν προσπαθούσαν μόνο ένα τραγούδι έβγαινε απ’ τις φλογέρες τους:
Το βασιλόπουλό μας, γαϊδουρινά αυτιά έχει…
Το βασιλόπουλό μας, γαϊδουρινά αυτιά έχει…
Ο βασιλιάς δοκίμασε να παίξει κι εκείνος, όμως το μόνο που έβγαινε απ τις φλογέρες, ήταν το ίδιο παράξενο τραγούδι. Τότε κατάλαβε ότι ο κουρέας είχε προδώσει το μυστικό τους και διέταξε να του πάρουν το κεφάλι.
Όμως το βασιλόπουλο που άκουσε την διαταγή του πατέρα του, σηκώθηκε και βγάζοντας το κασκέτο που φορούσε είπε:
– Όχι πατέρα. Δεν είναι δίκαιο να σκοτώσεις αυτό τον άνθρωπο επειδή είπε την αλήθεια. Το ότι έχω γαϊδουρινά αυτιά, δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να γίνω και καλός βασιλιάς και να κυβερνήσω με σοφία, σύνεση κι αγάπη.
Ο βασιλιάς ακούγοντας τα λόγια του γιου του κατάλαβε πόσο δίκιο είχε, και διέταξε ν’ αφήσουν ελεύθερο τον κουρέα. Τότε, ξαφνικά, μπροστά στα μάτια όλων έγινε ένα θαύμα! Τα γαϊδουρινά αυτιά του βασιλόπουλου εξαφανίστηκαν στην στιγμή, και την θέση τους πήραν μικρά ανθρώπινα αυτιά! Η χαρά του βασιλιά και της βασίλισσας ήταν μεγάλη! Το ίδιο και όλων όσων ήταν παρόντες, επειδή όλοι αγαπούσαν το βασιλόπουλο για την καλοσύνη του και κανείς δεν ήθελε να ‘ναι στεναχωρημένο. Την ίδια ώρα, οι φλογέρες σταμάτησαν να παίζουν εκείνο το παράξενο τραγούδι και δεν το έπαιξαν ποτέ ξανά.
Τώρα βέβαια θ’ αναρωτιέστε τι είχε συμβεί. Θα σας πω. Η τρίτη νεράιδα, όταν άκουσε το βασιλόπουλο να μιλά έτσι, κατάλαβε ότι δεν είχε ίχνος κακής περηφάνιας μέσα του, κι ότι πραγματικά ήταν ένα σοφό και δίκαιο παλικάρι. Και κατάλαβε ότι δεν χρειάζονταν τα γαϊδουρινά αυτιά για να συνεχίσει να είναι ταπεινός και σωστός άνθρωπος. Έτσι, έλυσε τα μάγια, κι όλοι ήταν πολύ ευχαριστημένοι από τότε.
Η ιστορία αυτή πέρασε από στόμα σε στόμα και τα παιδιά για πολλά χρόνια προσπαθούσαν να κάνουν τις φλογέρες να παίξουν το περίεργο τραγούδι τους.
Όμως εκείνες δεν το ξανάπαιξαν ποτέ. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.