Αφού είχε μπει στα Ιεροσόλυμα, ο Ιησούς είπε στους μαθητές του. Ξέρετε ότι μετά από δύο ημέρες έρχεται το Πάσχα και ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί και θα σταυρωθεί.
Οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού συγκεντρώθηκαν στο παλάτι του αρχιερέα Καΐάφα. Αποφάσισαν να συλλάβουν με πονηριά τον Ιησού και να τον σκοτώσουν. Έλεγαν να μην γίνει αυτό τις ημέρες της εορτής για να μην αναστατωθεί ο λαός.
Ένας από τους δώδεκα μαθητές ο ονομαζόμενος Ιούδας ο Ισκαριώτης πήγε στους αρχιερείς και είπε: Τι θέλετε να μου δώσετε και εγώ θα σας τον παραδώσω.
Εκείνοι του έδωσαν τριάντα αργύρια, δηλαδή κέρματα, και από τότε ζητούσε ευκαιρία να τον παραδώσει.
Την πρώτη ημέρα της εορτής του Ιουδαϊκού Πάσχα, ήρθαν οι μαθητές των Ιησού και του είπαν.
«Πού θέλεις να σου ετοιμάσουμε να φας το Πάσχα» Εκείνος τους απάντησε.
Πηγαίνετε στην πόλη και πείτε σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο. Ο Δάσκαλος λέει ότι ο καιρός του πλησιάζει και θα εορτάσει το Πάσχα στο σπίτι σου μαζί με τους μαθητές του.
Οι μαθητές έκαναν ότι τους διέταξε ο Ιησούς και ετοίμασαν το Πάσχα.
Όταν βράδιασε, ο Ιησούς ήταν στο τραπέζι μαζί με τους 12 μαθητές του.
Κάποια στιγμή σηκώθηκε, άφησε δίπλα τα εξωτερικά του ρούχα, πήρε μια ποδιά και την έδεσε.
Έπειτα έβαλε νερό στη λεκάνη και άρχισε να πλένει τα πόδια των μαθητών του και να τα σκουπίζει με την ποδιά την οποία φορούσε.
Όταν έπλυνε τα πόδια τους και πήρε τα ρούχα του, κάθισε πάλι στο τραπέζι και τους είπε:
Ξέρετε τι σας έκανα; Με φωνάζετε ο Διδάσκαλος και ο Κύριος και καλά κάνετε διότι είμαι. Εάν λοιπόν εγώ ο Διδάσκαλος και ο Κύριος έπλυνα τα πόδια σας, και εσείς θα πρέπει να πλένεται ο ένας τα πόδια του άλλου. Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, δεν υπάρχει δούλος μεγαλύτερος από τον Κύριόν του, ούτε Απόστολος μεγαλύτερος από εκείνον που τον έστειλε.
Και ενώ έτρωγαν, είπε ταραγμένος, «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, ένας από σας θα με παραδώσει».
Τότε λυπήθηκαν πάρα πολύ οι μαθητές, και κοίταζαν ο ένας τον άλλο, και απορούσαν, για ποιόν το λέει.
Άρχισαν να του λένε ο καθένας από αυτούς, «Μήπως είμαι εγώ, Κύριε»!
Ο μαθητής, τον οποίον αγαπούσε ο Ιησούς πολύ, ήταν πεσμένος στην αγκαλιά του Ιησού.
Ο Σίμων Πέτρος του κάνει τότε νόημα, για να πληροφορηθεί, για ποιον άραγε το λέει.
Λέει λοιπόν ο Ιωάννης στον Ιησού.
Κύριε, ποιος είναι, ο Ιησούς τότε αποκρίθηκε.
Εκείνος, που βούτηξε το χέρι στο πιάτο, αυτός θα με παραδώσει. Τότε πήρε τον λόγο ο Ιούδας ο οποίος θα τον παρέδινε και είπε μήπως είμαι εγώ Ραβί; Του απάντησε ο Ιησούς: εσύ το είπες, εκείνο που έχεις να κάνεις κάνε το γρήγορα
Ενώ έτρωγαν πήρε ο Ιησούς το ψωμί και αφού το ευλόγησε το έκοψε και το έδωσε στους μαθητές και είπε:
Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου.
Δηλαδή, πάρτε και φάτε, αυτό είναι το σώμα μου.
Ύστερα, πήρε το ποτήρι και αφού ευχαρίστησε τον Θεό, τους το έδωσε και είπε:
πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο γαρ εστίν το αίμα μου της διαθήκης το περί πολλών εκχυννόμενον εις άφεσιν αμαρτιών.
Δηλαδή, πιείτε από αυτό όλοι, γιατί αυτό είναι το αίμα μου της Καινής Διαθήκης, το οποίο χύνεται προς χάριν πολλών, για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες.
Τού δείπνου Σου τού μυστικού, σήμερον Υιέ Θεού, κοινωνόν με παράλαβε. Ου μη γαρ τοις εχθροίς Σου το μυστήριον είπω, ου φίλημα Σοί δώσω καθάπερ ο Ιούδας αλλ’ ως ο ληστής ομολογώ Σοί. Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου.