Ο Ιησούς και οι μαθητές του πηγαίνουν στον Κήπο της Γεθσημανής, όπου ο Ιησούς προσεύχεται και ζητά από τον Θεό να τον απαλλάξει από τα βάσανα.
Ο Ιούδας, ένας από τους μαθητές του Ιησού, τον προδίδει αναγνωρίζοντάς τον με ένα φιλί, με αποτέλεσμα τη σύλληψή του από τους Ρωμαίους στρατιώτες.
Ο Ιησούς οδηγείται ενώπιον του αρχιερέα Καϊάφα, ο οποίος τον ανακρίνει για τις διδασκαλίες του.
Ο Πέτρος, ένας από τους μαθητές του Ιησού, αρνείται τρεις φορές ότι τον γνώρισε, όπως είχε προφητεύσει ο Ιησούς.
Στη συνέχεια ο Ιησούς οδηγείται ενώπιον του Πόντιου Πιλάτου, του Ρωμαίου κυβερνήτη, ο οποίος δεν βρίσκει κανένα σφάλμα σε αυτόν, αλλά τελικά υποκύπτει στις απαιτήσεις του πλήθους και διατάζει τη σταύρωσή του.
Ο Ιησούς σταυρώνεται μαζί με δύο ληστές, ένας από τους οποίους μετανοεί και ζητάει συγχώρεση από τον Ιησού.
Ο Ιησούς λέει τα τελευταία του λόγια, “Τελείωσε”, και πεθαίνει στο σταυρό.
Ο ουρανός σκοτεινιάζει και η γη σείεται καθώς ο Ιησούς αφήνει την τελευταία του πνοή.
Ένας πλούσιος άνδρας, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, ζητά από τον Πιλάτο το σώμα του Ιησού και τον θάβει σε έναν νέο τάφο.
Μεγάλη Παρασκευή. Τα Πάθη και η Σταύρωση
Κατηχητικό Σχολείο
Ιερού Καθεδρικού Ναού Αγίου Στεφάνου Παρισίων
Ιερά Μητρόπολις Γαλλίας
Μετά τον μυστικό δείπνο, οι μαθητές και ο Χριστός βγήκαν και πήγαν στο όρος των Ελαιών, σε έναν τόπο που λέγεται Γεσθημανή.
Ο Ιούδας έλειπε.
Εκεί ο Χριστός τους είπε.
Πάω λίγο πιο πέρα να προσευχηθώ.
Εσείς μείνετε άγρυπνοι και προσεύχεστε.
Τότε γονάτισε και παρακάλεσε.
Πατέρα μου, αν είναι δυνατόν, ας αποφύγω αυτό το ποτήρι.
Αλλά να μην γίνει όπως θέλω εγώ, αλλά όπως θέλεις εσύ.
Τρεις φορές γύρισε προς τους μαθητές του και τους βρήκε να κοιμούνται.
Τους είπε πώς κοιμάστε ακόμη σηκωθείτε να πλησιάζει εκείνος που θα με παραδώσει.
Ενώ Ιησούς μιλούσε ακόμη ήρθε ο Ιούδας και μαζί του μεγάλη φρουρά, με φανάρια, λαμπάδες, μαχαίρια και ξύλα.
Τους είχαν στείλει οι αρχιερείς, οι φαρισαίοι και οι άρχοντες του λαού.
Ο Ιούδας που θα τον παρέδιδε, τους είχε δώσει το εξής σημάδι, να συλλάβετε εκείνον που θα φιλήσω.
Και αμέσως, αφού πλησίασε τον Ιησού, είπε, χαίρε δάσκαλε, και τον φίλησε.
Τότε συνέλαβαν τον Ιησού.
Την ώρα εκείνη, είπε ο Ιησού στον κόσμο, «Βγήκατε με μαχαίρια και ξύλα να με συλλάβετε, όπως κάνετε για έναν ληστή.
Κάθε μέρα καθόμουν μαζί σας και δίδασκα στο ναό και δεν με πιάσατε».
Τότε όλοι οι μαθητές τον άφησαν και έφυγαν.
Έπειτα έφεραν τον Ιησού προς τον αρχιερέα Καϊάφα.
Για να τον θανατώσουν τον κατηγόρησαν ψευδός.
Τότε ο αρχιερέας είπε στον Ιησού, «Δεν λες τίποτα γι’ αυτό που μαρτυρούν εναντίον σου».
Ο Ιησούς όμως σιωπούσε.
Τότε ο αρχιερέας του είπε, «Πες μας, είσαι όντως ο Χριστός, ο Υιός του Θεού» «Μόλις το είπες» απάντησε ο Ιησούς.
Τότε ο αρχιερέας έσχισε τα ρούχα του και είπε «Δεν έχουμε πια ανάγκη μάρτυρες.
Τώρα ακούσατε την βλασφημία! Τι νομίζετε» Εκείνοι απάντησαν «Είναι ένοχος θανάτου» Ένας από τους μαθητές, ο Πέτρος, ακολουθούσε τον Ιησού από μακριά ως την αυλή του ανακτόρου του αρχιερέως και όταν μπήκε μέσα κάθισε μαζί με τους υπηρέτες για να δει το τέλος.
«Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο».
Και αμέσως λάλησε ένας κόκορας όπως τον είχε προειδοποιήσει ο Χριστός.
«Πριν λαλήσει ο κόκορας θα με απαρνηθείς τρεις φορές».
Τότε ο Πέτρος βγήκε έξω και έκλαψε πικρά.
Ήρθε έξω και έκλαψε πικρά.
Μόλις συνειδητοποίησε ο Ιούδας ότι καταδικάστηκε ο Ιησούς, πήγε στους αρχιερείς και είπε, «Αμάρτησα, γιατί παρέδωσα έναν αθώο».
Αυτοί είπαν, «Τι μας ενδιαφέρει, είναι δική σου δουλειά».
Και αφού τους πέταξε τα τριάντα αργύρια, έφυγε και χάθηκε.
Το πρωί έφεραν τον Ιησού στο πραιτόριο, δηλαδή το παλάτι του Ρωμαίου κυβερνήτη που τότε ήταν ο Πιλάτος.
Εκείνος ρώτησε τους αρχιερείς και τον λαό για ποια πράξη κατηγορούσαν τον Ιησού.
Του απάντησαν, «Είναι κακοποιός, αλλά εμάς δεν μας επιτρέπεται να θανατώσουμε κανέναν».
Μπήκε τότε πάλι ο Πιλάτος στο πραιτόριο, φώναξε τον Ιησού και του είπε, «Εσύ είσαι ο βασιλέας των Ιουδαίων» Του είπε ο Ιησούς, «Η δική μου βασιλεία δεν είναι από αυτόν τον κόσμο»
Τότε του είπε ο Πιλάτος, «Είσαι λοιπόν βασιλιάς» Ο Ιησούς απάντησε, «Εσύ το είπες ότι εγώ είμαι βασιλιάς.
Εγώ γι’ αυτό γεννήθηκα και γι’ αυτό ήρθα στον κόσμο, για να μαρτυρήσω την αλήθεια».
ποιος έχει δίκιο.
Ο Πιλάτος βγήκε και είπε «Εγώ δεν του βρίσκω κανένα λόγο για κατηγορία».
«Έχετε όμως ένα έθιμο να σας ελευθερώνω το Πάσχα έναν φυλακισμένο».
«Θέλετε λοιπόν να σας ελευθερώσω τον βασιλιά των Ιουδαίων» Τότε φώναζαν όλοι «Όχι αυτόν, αλλά ελευθέρωσε τον Βαραββά, τον ληστή».
Οι στρατιώτες έπλεξαν στον Χριστό ένα στεφάνι από αγκάθια, το έβαλαν στο κεφάλι του και του φόρεσαν έναν κόκκινο μανδύα.
Του έλεγαν κοροϊδεύοντάς τον, «Χαίρε βασιλεία των Ιουδαίων!» Όταν τον είδαν πάλι οι άνθρωποι, φώναζαν, «Σταύρωσέ τον! Σταύρωσέ τον!» Ο Πιλάτος τους είπε, «Πάρτε τον εσείς και σταυρώστε τον, γιατί εγώ δεν του βρίσκω καμία κατηγορία».
Οι Ιουδαίοι του αποκρίθηκαν.
«Πρέπει να πεθάνει γιατί λέει για τον εαυτό του ότι είναι Υιός του Θεού. Γρήγορα, γρήγορα, σταύρωσέ τον».
Τότε ο Πιλάτος τους τον παρέδωσε για να σταυρωθεί.
Οι στρατιώτες παρέλαβαν τον Ιησού και τον ανάγκασαν να σηκώσει τον σταυρό του μέχρι τον λόφο που λεγόταν Γολγοθάς.
Εκεί τον σταύρωσαν, μαζί με δύο ληστές, έναν από δεξιά και έναν από αριστερά.
Ο αριστερός ληστής πείραζε τον Χριστό λέγοντας, «Αν είσαι εσύ ο Χριστός, σώσε τον εαυτό σου και μας».
Ο δεξιός ληστής όμως αναγνώρισε, “Εμείς είμαστε κακούργοι και καλά κάνουν και μας τιμωρούν. Εκείνος όμως δεν έκανε κανένα κακό”.
Τότε είπε στον Ιησού.
“Μνήσθητι μου Κύριε όταν έλθεις στην βασιλεία σου”.
Δηλαδή θυμήσου με Κύριε όταν μπεις στην βασιλεία σου.
Ο Ιησούς του απάντησε, «Αλήθεια σου λέω, σήμερα θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο».
Ο Πιλάτος διέταξε να γραφτεί σε μία πινακίδα επάνω στο σταυρό του Ιησού, ο λόγος για τον οποίο σταυρώθηκε.
Η πινακίδα έγραφε, «Η Ιησούς, ο Ναζωραίος, ο βασιλιάς των Ιουδαίων».
Κάτω από τον εσταυρωμένο Ιησού δεν βρισκόταν κανείς από τους μαθητές του παρά μόνο η μητέρα του, ο Ιωάννης, η Μαρία η Μαγδαληνή και κάποιες άλλες γυναίκες.
Όταν πλησίαζε το τέλος, ο Χριστός είπε «Διψάω».
Οι στρατιώτες πήραν ένα σφουγγάρι βουτηγμένο στο ξύδι και το ανέβασαν στο στόμα του Χριστού.
Εκείνος, όταν το δοκίμασε, δεν το ήπιε αλλά φώναξε με δυνατή φωνή.
“Τετέλεσται!” Δηλαδή τελείωσαν όλα.
Μετά έγειρε το κεφάλι του και ξεψύχησε.
Ξαφνικά ο ήλιος χάθηκε και σκοτείνιασε σε όλη την οικουμένη μέχρι τις τρεις. Οι πέτρες σκίστηκαν στη μέση, οι τάφοι άνοιξαν.
Ο Ρωμαίος εκατόνταρχος Λογγίνος φώναξε τότε: “Στα αλήθεια αυτός ήταν ο Υιός του Θεού!”
Όταν βράδιασε πλησίασε ένας άνθρωπος πλούσιος από την Αριμαθαία με το όνομα Ιωσήφ που και αυτός μαθήτευσε στον Ιησού τον Πιλάτο Του ζήτησε το σώμα του Ιησού Τότε ο Πιλάτος διέταξε να του αποδοθεί Και όταν έλαβε το σώμα ο Ιωσήφ, το τύλιξε μέσα σε ένα σεντόνι καθαρό και το έθεσε μέσα στο καινούριο μνήμα στο βράχο.
Και αφού κύλησε μια μεγάλη πέτρα στην είσοδο του μνήματος, έφυγε.
Μεγάλη Παρασκευή. Μπουκίτσα
Βρισκόμαστε ήδη στη Μεγάλη Παρασκευή και ο Χρίστος ήδη έχει πεθάνει. Σήμερα το πρωί θα τον κατεβάσουμε από τον Σταυρό, κατά τη διάρκεια της ακολουθίας της Αποκαθήλωσης, και το απόγευμα θα μαζευτούμε γύρω από τον Επιτάφιο να του ψάλλουμε τα Εγκώμια. Όλα αυτά μας τα αφηγείται η κα Λίτσα Κωνσταντινίδου, με τη φωνή της κας Ηλιάνας Πάνου.
Αφήγηση: Πάνου Ηλιάνα
Κείμενο: Κωνσταντινίδου Γαρυφαλλιά
Φωτογραφίες: Προσωπικό αρχείο Δημητράκη Βασίλη
Επιμέλεια φωτογραφιών: Σιδηροπούλου Δέσποινα , Δημητράκης Βασίλης
Μουσική: Duduk Meditation Memories of Caucasus Armenian Flute από τον Edmond Dantès
Εκγώμια, στάσις Α’ – Η ζωή εν τάφω», Δίσκος «Από το Πάθος στην Ανάσταση», Εκδ. Μελωδικό Καράβι
«Πένθιμη Αυτόματη κωδωνοκρουσία σε 4 καμπάνες», Από τη Bell Systems
Μουσική επιμέλεια: Πάνου Κατερίνα, Δημητράκης Βασίλης
Μοντάζ: Δημητράκης Βασίλης
Παραγωγή : Κατηχητές Ι.Ν. Παναγίας Λαοδηγήτριας
«Μπουκίτσες Λαοδηγήτριας»
Θα δούμε μαζί τι έγινε μετά τη Σταύρωση του Χριστού μας.
Είναι Μεγάλη Παρασκευή και ο Χριστός έχει μείνει όλο το βράδυ καρφωμένος στο Σταυρό, μόνος.
Την Μεγάλη Παρασκευή έχουμε τέσσερις ακολουθίες, δηλαδή τέσσερις προσευχές οι οποίες λέγονται ώρες. Ονομάστηκαν έτσι γιατί παλιά γίνονταν στις συγκεκριμένες ώρες της ημέρας και όχι όλες μαζί. Αυτές οι ακολουθίες έχουν κείμενα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης τα οποία προφητεύουν τη ζωή και το πάθος του Χριστού.
Οι προφητείες είναι τα λόγια των προφητών, ανθρώπων δηλαδή, που με φώτιση Θεού μίλησαν για τον ερχομό του Χριστού, πολλά χρόνια πριν ο Χριστός γεννηθεί. Εμείς θυμόμαστε τις προφητείες σήμερα, γιατί φανερώνουν ότι ο Χριστός που είχε υποσχεθεί στους Εβραίους ότι θα έρθει για να τους σώσει, τελικά ήρθε και τήρησε την υπόσχεσή του.
Όμως επειδή εμφανίστηκε με ταπεινό τρόπο, όπως είδαμε την Κυριακή των Βαΐων, οι Εβραίοι δεν τον δέχτηκαν και τελικά τον σταύρωσαν σαν να ήταν εγκληματίας.
Αμέσως μετά τις ώρες γίνεται ο εσπερινός της Αποκαθήλωσης. Ο εσπερινός είναι μια απογευματινή προσευχή, που όπως έχουμε πει τη μεγάλη εβδομάδα γίνεται το πρωί. Κατά τη διάρκεια του εσπερινού ο ιερέας κατεβάζει τον Χριστό από τον Σταυρό.
Η πράξη αυτή λέγεται Αποκαθήλωση.
Έπειτα ο ιερέας βάζει το σώμα του Χριστού στον επιτάφιο, δηλαδή σε έναν λουλουδένιο τάφο. Και στη συνέχεια όλοι οι πιστοί με ευλάβεια τον προσκυνάμε.
Το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής γίνεται ο όρθρος του Μεγάλου Σαββάτου. Σε αυτήν την ακολουθία μαζευόμαστε γύρω από τον επιτάφιο.
Όλοι οι πιστοί με αναμμένα κεριά θρηνούμε για τον θάνατο του Χριστού. Νεαρά κορίτσια που θυμίζουν τις μυροφόρες, ρίχνουν λουλούδια στον επιτάφιο. Οι ψάλτες μαζί με χορωδίες ψέλνουν τα εγκώμια, ύμνους δηλαδή για τον νεκρό Χριστό, ο οποίος κατέβηκε στον Άδη για να ελευθερώσει όλους τους νεκρούς από τον θάνατο.
Όταν τελειώσουν τα εγκώμια, οι ιερείς με τον επιτάφιο, οι ψάλτες, οι μυροφόρες, τα παιδιά με τα εξαπτέρυγα και όλοι βγαίνουν από τον Ναό.
Με την επιστροφή στο ναό οι πιστοί περνούν κάτω από τον Επιτάφιο.
Τότε ακούγεται η προφητεία του Ιεζεκιήλ για την Ανάσταση των Νεκρών Σωμάτων.
Παιδιά, η προφητεία αυτή μας γλυκαίνει τον πόνο του θανάτου του Χριστού, γιατί μας υπενθυμίζει ότι είμαστε πολύ κοντά στην Ανάσταση.