Ουπς μου πατήσατε την ουρίτσα μου, εεεεε, προσέχτε, καλέ τι γίνεται, μα για όνομα του θεού που πάνε αυτά όλα μαζί; Παίζανε τα παιδάκια στην αυλή του σχολείου, ούτε που είδαν μια ηλιαχτίδα σπασμένη και πεσμένη στο προαύλιο. Ένα παιδάκι καθόταν μόνο του σε ένα παγκάκι και άρχισε να την περιεργάζεται.
– Γεια σου, τι είσαι της λέει;
– Μα δεν βλέπεις μια ηλιαχτίδα!!!
– Συγνώμη γιατί είσαι εδώ;
– Εσύ γιατί είσαι εδώ; Δεν θα έπρεπε να παίζεις με τα άλλα παιδάκια;
– Εσύ δεν θα έπρεπε να είσαι με τις υπόλοιπες αχτίδες; Τις λαμπερές και όμορφες στον ήλιο;
– Έχω σπάσει, και νομίζω, δεν είμαι πια σε τίποτε χρήσιμη.
– Και εγώ, δεν μπορώ να κάνω βήμα, με πιάνει ένας βήχας, τρέχουν τα ματάκια μου, και η μαμά το λέει άσμα.
– Ωραία, τώρα βρήκα και εγώ να έχω κάτι για να λέω, δεν είναι ωραίο να λέω ότι είμαι μια σπασμένη ηλιαχτίδα.
– Θα λες ότι έχεις άσμα, αυτή είναι δική μου αρρώστια.
– Μπα βρήκα και εγώ κάτι να λέω και θα μου πεις ότι είναι δικό σου;
Πέρασε ώρα, το προαύλιο άδειασε, σκοτείνιασε ο ουρανός, το παιδάκι είχε μαζέψει την τσάντα του αλλά καθόταν εκεί, δεν έφευγε, η ηλιαχτίδα είχε χάσει την λάμψη της αλλά έμενε εκεί πεσμένη, σαν να περίμενε να την μαζέψουν.
– Ε γιατί δεν πας στο σπίτι σου μικρέ;
– Εσύ; Γιατί κάθεσαι εδώ;
– Να σου πω τα ίδια θα λέμε; Δεν έχω που να πάω, έσπασα και έπεσα και νομίζω δεν είμαι χρήσιμη πια πουθενά.
– Και εγώ νομίζω είμαι μπελάς στην γιαγιά μου, γιατί όλο έτσι λέει, και η μαμά μου από τότε που έφυγε ο μπαμπάς και χωρίσανε έρχεται πολύ αργά στο σπίτι, πάντα κουρασμένη, όλο μιλάει στο τηλέφωνο και εγώ όλο βήχω αλλά σχεδόν ποτέ δεν έχει χρόνο για μένα. Εγώ μόνο εκείνη περιμένω όλη μέρα, για μένα εκείνη είναι η φωτεινή μου ηλιαχτίδα, αλλά νομίζω δεν το καταλαβαίνει.
– Ε; Θες να γίνω εγώ η φωτεινή σου ηλιαχτίδα; Έστω για λίγο, όσο ακόμη είμαι φωτεινή; Θέλω να φανώ κάπου χρήσιμη… θέλεις; Νομίζω πως βήχεις γιατί θέλεις την φωτεινή σου ηλιαχτίδα, και εγώ πως έσπασα για να δώσω φως και ζεστασιά.
– Και πως θα γίνει αυτό;
– Να νομίζω πως πρέπει να με πάρεις αγκαλιά!!
– Να σε πάρω.
– Να νομίζω πως πρέπει να κάνεις ότι με αγαπάς, να με κρατήσεις σφιχτά, έτσι μόνο θα μπορέσω να σε ζεστάνω και να σε κάνω να χαρείς. Τι λες;
– Εντάξει.
Έσκυψε και πήρε την σπασμένη ηλιαχτίδα αγκαλιά, όταν την έπιασε ήταν τόσο απαλή, τόσο ζεστή, σχεδόν βελούδινη.
– Κάνε ότι με αγαπάς τώρα, για να γίνω εγώ η φωτεινή σου ηλιαχτίδα, η φιλενάδα σου που θα σε φωτίζει και θα σε ζεσταίνει τις κρύες νύχτες.
– Πως κάνει κανείς ότι αγαπά; Δεν ξέρω, λέει ο μικρός.
– Θα σκεφτείς πως είμαι η αγαπημένη μαμά σου, αυτή είναι για σένα, ή θα ήθελες να είναι, η φωτεινή σου ηλιαχτίδα. Συνήθως οι γονείς μας είναι η έμπνευση της αγάπης μας, αυτοί μας μαθαίνουν πως να αγαπάμε, αν μας μάθουν, αν μπουν στον κόπο δηλαδή να ασχοληθούν μαζί μας, να μας ζεστάνουν και να μας αγκαλιάσουν, αλλιώς σπάμε και πέφτουμε κάτω, μετά κρυώνουμε και μετά μας πατάνε χωρίς να νοιώθει κανείς τον πόνο μας, όπως δεν ένιωσαν αυτοί την ανάγκη μας για αγάπη και τον πόνο μας που δεν μας αγάπησαν, ή τέλος πάντων που δεν μπόρεσαν να δείξουν την αγάπη τους, αν είχαν.
– Έτσι ναι δίκιο έχεις, έτσι δεν θα κάνω πως σε αγαπώ, θα σε αγαπώ, έτσι όσο ξέρω, όπως ξέρω.
Και έτσι την πήρε μαζί του, τους πήρε ο ύπνος μαζί, το πρωί ξύπνησε ζεστός, χαρούμενος, και εκείνη ποιο φωτεινή από ποτέ, θαύματα που κάνει η αγάπη!!!!!
Το παραμύθι αυτό μας το έστειλε η Αθηνά Γαλάνη, την οποία και ευχαριστούμε πολύ!