Από το βιβλίο μου «Ιστορίες που δεν ξεχνιούνται», Ψυχογιός 2007, 4η έκδ, 2009. 72 σελ.
ISBN:978-960-453-164-6
(Πρόλογος) Δυο λόγια για τις «ιστορίες που δεν ξεχνιούνται»:
Σε τούτο το βιβλίο θα βρείτε εφτά παραμύθια. Είναι ιστορίες που τις άκουσα παιδί και δεν τις ξέχασα ποτέ. Μόνο που εδώ τις ζύμωσα με τη δική μου φαντασία, τις έγραψα για σας με το δικό μου τρόπο, σαν τους παλιούς παραμυθάδες. Και είθε να περάσετε καλά διαβάζοντάς τις, είθε να μείνουνε και στη δική σας θύμηση για πάντα.
Ήταν μια φορά ένα παλικάρι πολύ μα πολύ λυπημένο. Βάσανα και δυστυχία είχε γνωρίσει από μικρό παιδί και οι λύπες του δεν έλεγαν να τελειώσουν.
Ένα πρωί, εκεί που βάδιζε συλλογισμένο, άκεφο κι απελπισμένο, βλέπει μια γερόντισσα να δυσκολεύεται πολύ να περπατήσει. Το παλικάρι δεν έχασε καιρό. Έτρεξε κοντά να τη βοηθήσει.
– Από καρδιάς σ’ ευχαριστώ, παιδί μου! ξανάσανε η γερόντισσα. Δώσ’ μου το χέρι σου να στηριχτώ, να φτάσουμε μαζί ως το κονάκι μου, κι εγώ, εκτός απ’ την ευχή μου, έχω γι’ αντάλλαγμα και κάτι ακόμα να σου δώσω.
– Μα δε χρειάζομαι αντάλλαγμα, χαμογέλασε το παλικάρι και για λίγο ξέχασε τη θλίψη του.
– Αυτό που θα σου δώσω εγώ σίγουρα το χρειάζεσαι, απάντησε η γερόντισσα. Είναι μια συμβουλή, που θαρρώ θα σου σταθεί πολύτιμη.
Περπάτησαν λοιπόν μαζί αργά μα σταθερά κι έφτασαν στο κονάκι.
– Κόπιασε μέσα! κάλεσε η γερόντισσα το παλικάρι σαν άνοιξε την πόρτα. Θέλω πρώτα να μου πεις για τη ζωή σου κι έπειτα θα σου δώσω τη συμβουλή που σου ’ταξα.
Έτσι το παλικάρι μπήκε, κάθισε κοντά της, διηγήθηκε τις λύπες και τα βάσανα που το είχαν βρει ως τότε και της μίλησε για τη μαυρίλα που είχε στην ψυχή.
Η γερόντισσα δεν είπε λέξη. Μόνο σηκώθηκε κι έβαλε στη φωτιά ένα τσουκάλι με νερό να βράσει. Έπειτα έψαξε και βρήκε ένα καρότο, ένα αυγό και λίγο τσάι του βουνού. Κόχλασε το νερό, έριξε στο τσουκάλι το καρότο και το άφησε να καλοβράσει. Έπειτα το έβγαλε, έριξε στο βραστό νερό το αυγό και το άφησε ώρα αρκετή να βγει σφιχτό. Στο τέλος, έβρασε ξανά λίγο νερό, σ’ ένα μπρίκι τούτη τη φορά, κι έριξε το τσάι του βουνού.
-Έλα και πες μου! είπε ύστερα στο παλικάρι. Τι ακριβώς βλέπεις εδώ;
– Βλέπω ένα καρότο που έχει καλοβράσει κι ένα αυγό σφιχτό, της αποκρίθηκε.
– Σωστά! Και τι μυρίζει;
– Μοσχοβολάει τσάι του βουνού! ανάσανε μ’ ευχαρίστηση το παλικάρι.
-Άκου, λοιπόν! του είπε η γερόντισσα. Οι λύπες και οι στενοχώριες μοιάζουν με νερό που βράζει. Υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν δυνατοί και θαρραλέοι, μα σαν τους βρουν αναποδιές και δυστυχίες, λες και πέφτουν στο βραστό νερό σαν το καρότο, που μαλακώνει εκεί μέσα και διόλου δύναμη δε δείχνει να του έχει απομείνει όταν βγει.
»Άλλοι πάλι είναι σαν το αυγό. Μέσα τους δείχνουν να είναι αδύναμοι και μόνο ένα τσόφλι έχουν απ’ έξω να τους προστατεύει. Μα, όταν έρθουν δύσκολοι καιροί κι αντάρες, λες και πέφτουν στο βραστό νερό όπως τ’ αυγό, που γίνεται σκληρό. Έτσι σκληροί γίνονται μέσα τους κι εκείνοι, ίδια σκληρή και η καρδιά τους.
»Είναι όμως κι άλλοι που θυμίζουν τούτο δω το τσάι. Όταν τους βρίσκουν βάσανα και λύπες, είναι κι εκείνοι σαν να πέφτουν σε βραστό νερό. Μα ούτε σκληραίνουν, ούτε διαλύονται. Μόνο μεταβάλλουν το νερό σε τσάι του βουνού. Και χαίρονται κι ευφραίνονται με τη μοσχοβολιά του όσοι βρίσκονται κοντά. Με άλλα λόγια, έχουν τη δύναμη να μεταλλάζουνε τις λύπες και τις στενοχώριες τους σε γνώση, καλοσύνη και χαρά – και για τους ίδιους και για και τους δικούς τους.
»Εσύ λοιπόν με ποιο από τα τρία θαρρείς άραγε πως μοιάζεις; Με το καρότο, με το αυγό ή με το τσάι του βουνού;»
Το παλικάρι δεν ήξερε να πει.
– Σκέψου με την ησυχία σου τα λόγια μου, συμβούλεψε η γερόντισσα. Εγώ τούτο μονάχα έχω να σου πω πριν σ’ αποχαιρετήσω: Τη μέρα που γεννήθηκες έκλαιγες σαν όλα τα μωρά, μα όλοι γύρω σου γελούσαν από ευτυχία. Ζήσε τώρα τη ζωή που ’χεις μπροστά σου, μ’ όλες τις λύπες κι όλες τις χαρές που θα σου φέρει, με τέτοιο τρόπο που, όταν έρθει η ώρα σου να φύγεις απ’ αυτόν τον κόσμο, εσύ να είσαι ήρεμος και χαμογελαστός, μα οι άλλοι να λυπούνται, γιατί χάνουν ένα σπάνιο άρωμα που ομόρφαινε για χρόνια τη ζωή τους. Πήγαινε τώρα στο καλό και μη ξεχνάς τη συμβουλή μου!
– Δε θα την λησμονήσω, υποσχέθηκε το παλικάρι.
Και συνέχισε το δρόμο του.
Το παραπάνω κείμενο το έχει γράψει η συγγραφέας Λότη Πέτροβιτς – Αvδρoυτσoπoύλoυ. Δημοσιεύεται στη Ματιά με την άδειά της, και την ευχαριστούμε πολύ.
Κάντε κλικ εδώ για να δείτε τα βιβλία της Λότης Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου, που έχουμε παρουσιάσει στη Ματιά.