της Κατερίνας Παντελή
Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια ξανθιά γατούλα η Νικολέτα. Ζούσε μόνη της στο σπίτι του κυρίου και της κυρίας Ραπανάκη. Η οικογένεια αυτή δεν είχε παιδιά και έτσι η μόνη τους συντροφιά ήταν η Νικολέτα και για αυτό την αγαπούσαν πολύ και την κακομάθαιναν. Είχε ό,τι ήθελε αυτή η γατούλα και ποτέ δεν έμενε παραμελημένη από την οικογένεια. Μια μέρα, όμως, καθώς θα έπρεπε να την χάιδευαν και να την φρόντιζαν, η συμπεριφορά τους άλλαξε. Σταμάτησαν να την προσέχουν και να της δίνουν σημασία, όσο και αν γκρίνιαζε, όσα κόλπα και να έκανε με την ουρά της.
Μια μέρα, λοιπόν, καθόταν στο καλαθάκι της σκεφτική, προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε συμβεί και άξιζε αυτή την αντιμετώπιση. Ενώ σκεφτόταν, άκουσε τα αφεντικά της να συζητούν:
– Η Νικολέτα πρέπει να φύγει σύντομα από το σπίτι! Ο γιατρός το είπε είναι επικίνδυνο!
– Μα δεν μπορούμε να την διώξουμε, δεν έχει μάθει να ζει έξω και άλλωστε είναι η γάτα μας!
– Ναι και για μένα είναι δύσκολο, αλλά ο γιατρός το είπε κατηγορηματικά. Θες να χάσουμε το παιδί μας;
Η Νικολέτα τότε τα κατάλαβε όλα. Είχε μείνει άναυδη. Ερχόταν ένα παιδί στην οικογένεια και δεν την ήθελαν πια εκεί. Αποφάσισε πως έπρεπε να φύγει μόνη της. Το ίδιο κιόλας βράδυ πήδηξε από το παράθυρο και βρέθηκε στο γκαράζ του σπιτιού. Πεινούσε λίγο εκείνη τη στιγμή, ήταν η ώρα που έπινε γαλατάκι πριν πέσει για ύπνο, αλλά τώρα έπρεπε να ξεχάσει αυτές τις πολυτέλειες. Συνέχισε να περπατάει βγαίνοντας στον κήπο του σπιτιού. Της φαινόντουσαν όλα πολύ περίεργα, και ήταν λογικό σκέφτηκε αφού δεν είχε ξανακατέβει. Της άρεσε όμως όσο περνούσε η ώρα. Ήταν αργά σκέφτηκε και κάθισε σε ένα σημείο του κήπου μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Έκλεισε για λίγο τα μάτια της και μετά τα ξαναάνοιξε. Αλλά τώρα μπροστά της ήταν ένα ποντίκι!!! Ένα πολύ θαρραλέο ποντίκι μάλιστα αφού είχε πλησιάσει τόσο κοντά την Νικολέτα που μύριζε τη μύτη της! Η Νικολέτα πολύ κουρασμένη να το κυνηγήσει το ρωτά:
– Τι κάνεις εσύ εκεί;
– Έλα μην ανησυχείς! Με λένε Ντίνο και είμαι ποντίκι-κατοικίδιο! Μπορούμε να γίνουμε φίλοι!
– Μα τι φιλία μπορώ να κάνω εγώ με ένα ποντίκι;
– Όπως είπα είμαι και εγώ, ή μάλλον ήμουν κατοικίδιο σε σπίτι και ζούσα σε κλουβί και τα είχα όλα σαν και εσένα. Αλλά με έδιωξαν γιατί δεν είχαν χρόνο να καθαρίζουν συνέχεια το κλουβί μου και έτσι είπαν πως ήταν καλύτερο να ζω ελεύθερος στη φύση. Και είχαν δίκιο.
– Εντάξει, αλλά και πάλι πως εμείς οι δυο θα γίνουμε φίλοι;
– Μα περίμενε ανυπόμονη γάτα! Ζώντας ελεύθερος, ανακάλυψα και αυτό το σπίτι. Και έμαθα που βάζουν και το γαλατάκι σου και τα μπισκοτάκια σου.
– Α αυτό δεν θα σου χρησιμεύει και πολύ τώρα, γιατί αφού έφυγα εγώ δεν θα τα αγοράζουν άλλο.
– Μα άκου!! Μπορείς να μένεις εδώ μαζί μου και να σε ταΐζουν εκείνοι! Μην φύγεις μείνε εδώ στον κήπο και θα τρως και τα μπισκοτάκια σου! Αρκεί να μην με φας, αλλιώς δεν γίνομαι φίλος σου!
– Σιγά μην σε φάω, εγώ τρώω τα καλύτερα!
– Μμ καλά κοντέσα, πάμε για ύπνο τώρα και τα υπόλοιπα το πρωί!
Και έτσι η Νικολέτα και ο Ντίνος πέρασαν το υπόλοιπο της ζωής τους εκεί στον κήπο τρώγοντας από τα μπισκοτάκια και το γάλα της Νικολέτας. Και φυσικά μένοντας δυο πολύ καλοί φίλοι!
Το παραμύθι αυτό μας έστειλε η Παντελή Κατερίνα, την οποία και ευχαριστούμε πολύ!