Μια μικρή πεταλούδα πέταγε στο πυκνό δάσος, αχ μου έπεσε το ροζ γοβάκι μου, και μου στραπατσαρίστηκε λίγο η μωβ βουλίτσα μου, πω πω τι περίεργα που είναι εδώ!!!
Δεν μπορώ να πετάξω ούτε ένα μέτρο με τόσα μυγάκια, άσε που ο βοριάς φυσάει έντονα, ενώ εκεί κάτω στην πόλη, τι ησυχία (τουλάχιστον από αέρηδες).
Τα λουλούδια εδώ είναι μεγάλα και παχιά, μυρωδιές ξεχειλίζουν από παντού, και ακόμη και το χορτάρι έχει τόσο νεράκι να πιω, ενώ στην πόλη άσφαλτος, μόνο γκρι, κλειστά σπίτια, αλλά εκεί δεν φυσά, δεν μου φεύγουν τα γοβάκια από τον άνεμο ούτε μου στραπατσάρονται οι βούλες από την πυκνή βλάστηση.
Το φοβάμαι το δάσος, τις νύχτες με τρομάζει, ακούς κάτι κραυγές, μα πάλι και όλοι οι υπόλοιποι πεταλούδοι στο δάσος έχουν όρεξη για παιχνίδια…
Νομίζω είμαι παιδί της πόλης, τόσες βιτρίνες, με τόσα χρώματα (ψεύτικα βέβαια χρώματα), τόσα όμορφα ρούχα (να μου πεις που να τα βάλεις αφού πια δεν επικοινωνείς με κανέναν, για να κάνετε παρέα, να γελάσετε, να φάτε γλυκά, και παγωτά, και καραμέλες -όλα αυτά κομμένα- όχι σε αυτά -γιατί παχύναμε στην πόλη), τόσα όμορφα γοβάκια (μα αφού εγώ πετώ δεν περπατώ).
Ένα μαύρο σύννεφο απλά έχει απλωθεί στον ουρανό, και δεν είναι γαλάζιος, αυτό είναι όλο, γιαυτό είναι όλα γκρι.
Φαίνονται γκρι, δεν είναι, έχουν χρώματα, μόνο που έχουν κρυφτεί επειδή υπάρχει αυτό το γκρι σεντόνι στον ουρανό και δεν είναι πια γαλάζιος. Αυτό είναι όλο, και μετά σου λένε για την πόλη, αυτό είναι μόνο το πρόβλημα. Εμένα μ’ αρέσει η πόλη τελείωσε.
Μα πάλι… (σκέφτεται η πεταλούδα-Λούδα). Μα πάλι, εγώ δεν έχω φτιαχτεί για να πετώ από γκρι κτίριο σε γκρι κτίριο, για να μυρίζω ξύλα και να τριγυρνώ στις ακαθαρσίες των αδέσποτων, όπως οι μύγες… οι μύγες, οι κατσαρίδες και όλα αυτά τα… πως να τα πω, σιχαμερούλια… μπλιαξ, μπλιαξ!!!!!
Άρα γιατί μου αρέσει η πόλη; Γιατί έχει ωραίες βιτρίνες και εγώ είμαι κοριτσάκι και θέλω να καλοπισμό, θέλω ωραία γοβάκια και παιχνιδάκια, το θέμα είναι τι θα τρώω σε λίγο βέβαια, πως θα επιβιώσω;
Μάλλον και αυτοί βαρέθηκαν το δάσος, και κουράστηκαν να παίρνουν την τροφή τους από τα δέντρα και τα φυτά, θέλουν καλύτερα τα μηχανήματα, είναι πιο εύκολο βρε αδελφέ, δίκιο έχουν, πατάς ένα κουμπί και μπουμ… βγαίνει ότι έχει προεπιλέξει (βλέπετε που ξέρω και την γλώσσα τους;). Αλλά πάλι έχουν γίνει δυσκίνητοι και στο σώμα και στο μυαλό, και δεν γελάνε, πρέπει να βλέπουν τηλεόραση για να γελάνε, αυτοί μάλλον δεν λένε αστεία πια, γιατί είναι δυσκίνητοι και το χιούμορ θέλει σβελτάδα, θέλει σπιρτάδα.
Ένα παιδάκι που είχα δει στο δάσος (σε μια οικογένεια που έμενε εκεί) έλεγε κάτι αστεία, οι γονείς του είχαν ξελιγωθεί, μάλλον το δάσος κάνει καλό στο παιδάκι, μάλλον κάνει καλό και στην οικογένειά του, αλλά πάλι αυτοί δεν φοράνε όλα αυτά τα μοντέρνα και ωραία πράγματα, και δεν τρώνε όλα αυτά τα λαχταριστά (στο μάτι βέβαια, γιατί από τα άλλα είπαμε) πράγματα και αυτοί… τούτο… και αυτοί κείνο…
Αλλά γελάνε, είναι μαζί, κάνουνε παρέα, περπατάνε, τρώνε φρούτα και λαχανικά, είναι όμορφοι, είναι όμορφοι όχι από αυτά που φοράνε αλλά από αυτό που είναι, από αυτό που είναι εκείνοι.
Ωχ και εγώ θέλω να είμαι όμορφη, πολύ όμορφη, άρα ΑΝΤΙΟ ΠΟΛΗ, ΑΝΤΙΟ καλύτερα, γιατί οι ομορφιά είναι δική μας και βγαίνει από μέσα μας, δεν την κάνουν ούτε τα σπίτια, ούτε τα ρούχα, την κάνει το γέλιο και η αγάπη της φύσης και όλου του πλανήτη μας, ΑΝΤΙΟ ΠΟΛΗ λοιπόν… γιατί θέλω να ζήσω…
Το παραμύθι αυτό μας το έστειλε η Αθηνά Γαλάνη, την οποία και ευχαριστούμε πολύ!