Καλά, ε! Τι σου είναι αυτά τα αγνά ζαρζαβατικά Αγουλινίτσης! Ανώτερα περιγραφών.
Έφτιαξα ένα μπριαμ (μόλις έσβησα το φούρνο) που μοσχοβόλησε η Βόρειος Κυψέλη. Κολοκύθια, πατάτες, μελιτζάνες, κρεμμύδι, σκόρδο, πιπεριές, μαϊντανός, φρέσκια ντομάτα, πιπέρι καγιέν και κάρδαμο. Κόλαση. Αφού μια φίλη που της το περιέγραψα το μοσχοβόλημά του στο τηλέφωνο, μου απεφάνθη: Θα λένε στην πολυκατοικία Αυτός του 5ου ορόφου, μπορεί να είναι στριμμένος και να μην χαιρετάει άνθρωπο στη σκάλα που να σκοντάψει πάνω του, αλλά είναι μάγειρας καλός! Λαδερό, είπε η μάνα μου να φτιάξω. Είναι νηστεία αύριο του αϊ-Γιαννιού του Νηστευτή της ερήμου. Ε, το τήρησα.
Θυμάμαι παλιά σαν σήμερα το απομεσήμερο, πήγαινε ο πατέρας μου στο αμπέλι με το γαϊδούρι και έφερνε ένα τρυγοκάλαθο τουρλωτό σταφύλια. Το απογευματάκι με στέλνανε στη γειτονιά, σε σπίτια που δεν είχαν αμπέλι, με ένα πανεράκι σταφύλια, φίλεμα για την νηστεία. Μου άρεσε αυτή η διαδικασία. Ήμουν το χαϊδεμένο της γειτονιάς (αν και στριμμένο), έλεγα και κανένα πουτανιάρικο, ξεκαρδίζονταν οι γαργαλιάρες, γινόμουν δεκτός με ενθουσιασμό. Αμέσως και για να τους κόψω την όρεξη για πάρλα, ζητούσα πίσω άδειο το πανεράκι γιατί βιαζόμουν, είχα να χτυπήσω κι άλλες πόρτες. Εκείνες, όλο γλυκόλογα, με καθυστερούσαν για δυο λόγους. Ό ένας ήταν για να νευριάσω, κάτι να πω. Κι ο άλλος γιατί θέλανε κάτι να στείλουν με τη σειρά τους στη μάνα μου, μην πάει πίσω άδειο το πανέρι.
Ε, σαράντα τόσα χρόνια μετά οι κόρες κι οι νύφες εκείνων τα ίδια ακριβώς μου κάνουν. Δεν με νευριάζουνε πια, αλλά το πεσκέσι καλά κρατεί. Πιάτα και κατσαρόλια πάνε κι έρχονται πάνω από φράχτες. Αθάνατη ελληνική επαρχία! Δεν λέω Αγνή ελληνική ύπαιθρος, αυτό το λέω επί πονηρού. Τριάντα χρόνια Πασόκ και τα συναφή, μπορεί να ξεφτιλίσανε κάθε αξία, μπορεί να αναποδογυρίσανε τα πάντα, μα δεν σε αλλοιώσανε.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.