Τελικά, αν δεν κοιμηθώ μια ωρίτσα το μεσημέρι, το βράδυ… στέκομαι σαν το κλαμένο. Είναι κι αυτό που δεν πίνω καφέ, παρά κάτι συφοριασμένα υποκατάστατα. Α, η γιατρέσσα μου της ομοιοπαθητικής είναι σε αυτό ανένδοτη. Δεν έχω καταλάβει ακριβώς την διάγνωση που έκανε μετά από μια σειρά απρόβλεπτων ερωτήσεων που μια ντροπή με κράτησε να μην ξεκαρδιστώ στα γέλια, πάντως μου υποσχέθηκε θα με κάνει περδίκι. Η αλήθεια είναι πως στην αρχή είπα να παίξω λιγάκι κι ύστερα βρέθηκα μπλεγμένος. Τώρα δεν τολμάω να παραβώ τις οδηγίες, άσε που πρέπει να δίνω αναφορά για κάτι λεπτομέρειες εντελώς μαλακισμένες. Τι γέμισα τον τόπο με φυτά αλόης, τι κάτι ζουμάκια πίνω προ ύπνου από τρεις γουλιές, τι κάτι ξόρκια μουρμουρίζω (αυτό δεν είναι στη συνταγή, αλλά το προσθέτω από μόνος μου προς ενίσχυσιν της θεραπείας), τι που παρατηρώ τις αλλαγές πάνω μου στο κάθε τι. Ναι, ναι, σε άκουσα φαρμακόγλωσσα, περί την στύση όχι δεν έγινε λόγος κι ούτε μου έδωσε κάτι να πιω. Τα γλυκά ναι, τα περιορίσαμε. Ένα υποβρύχιο σε κρύο νερό το απόγευμα και κατόπιν φρούτα, αλλά αργότερα εκεί ανάμεσα φαγητό και ύπνο, έρχεται απρόσκλητη μια λιγούρα. Τότε βάζω τρεις μπάλες παγωτό περιχυμένες από σιρόπι βύσσινο. Σαν φάρμακο. Ε, λέει τώρα να πέσεις για ύπνο με τη γεύση του μπριάμ; σας παρακαλώ, δεν θά ‘θελα! Διστάζω λιγάκι, μετά το παίρνω απόφαση και τότε είναι που ορμάω στην κατάψυξη. Είναι που έχουμε και κακό κλίμα στη δουλειά… Ξεπερνιέται η γκρίνια με μια φέτα πεπόνι; Μην λέμε μαλακίες τώρα, δεν ξεπερνιέται. Γι αυτό σας λέω. Σαν φάρμακο.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.