Ξεμυαλιστείτε ασυστόλως!
Λάμπει ο ήλιος στα βουνά, λάμπει και στα λαγκάδια! Στα ακρογιάλια, πίσω από ένα τούλι μελαγχολίας, ζεσταίνει, χαϊδολογάει και μαυρίζει γλυκά κι ακίνδυνα. Είναι να αντισταθείς; Το καλοκαιράκι στα ξελουτρίσματά του και δεν κρατιέμαι, ο θαλασσινός ο τύπος!
Ναι, θα την αποχαιρετίσω. Φοβάμαι μήπως σήμερα είναι το τελευταίο θαλάσσιο λουτρό. Στο εξής θα την αγναντεύω, θα την κανακεύω, θα την βρίζω, θα την λιμπίζομαι, πλην δεν θα βρέχω το κότσι. Παρά μονάχα εκεί γύρω στο Πάσχα, καλά να είμαστε, θα την κοιτάξω έτσι παθητικά (πώς περιγράφουν κάτι ματιές πόθου εκείνα τα διαβάσματά σας, τα σαχλά;) και θα της ψιθυρίσω: Αγκάλισέ με! Κούκλα μου γλυκειά! Ξεμυαλίστρα! Πουτανίτσα μου εσύ! Εκείνη τότε, καταδεχτικιά, σαν στήθος νησιώτισσας παραμάνας, θα με αρπάξει στην αγκαλιά της. Να κρυφτώ, να ξεχαστώ εκεί. Γιατί μέχρι τότε θα έχω μαζεμένα πολλά να ξεχάσω, να τα πάρει το κύμα. Και για πολλά να παρηγορηθώ. Ε, θα είναι κομματάκι κρύα η αγκαλιά της τον Μάη, αλλά μονάχα στην αρχή.
Με τούτα και με κείνα, εντός ολίγου εκδράμω προς συνάντησίν της. Θα γλυκοπικροφλερτάρω μαζί της πίνοντας τον καφέ μια δρασκελιά από εκεί που το κύμα σβήνει γλυκά, θα πω δυο χαριτομενιές με το κορίτσι του καφέ, πάντα είναι όμορφα και γελαστά τα κορίτσια των καφέ, ύστερα θα ψευτοδιαβάσω κάτι. Θα αγναντέψω το απέναντι νησί που ‘χει κοράλλια και αμμουδιά χρυσή, θα δώσω μέσα μου υποσχέσεις πως του χρόνου θα γίνει τούτο, θα γίνει εκείνο, αλλά θα αναμετρήσω και το καθυστερημένον των αποφάσεων. Κατόπιν “Ό,τι αρπάξει η νύφη στην καβάλα” θα ειπώ έτσι γενικεύοντας, θα δώσω μια και θα πέσω στην αγκαλιά της, την πλανευτικιά. Πού ξέρω τι σκατόκαιρος θα προκύψει το επόμενο Σαββατοκύριακον!
Φίλη νοικοκυρκοπέλα επιχείρησε τηλεφωνικώς να με θέσει προ των υποχρεώσεών μου των… ηλικιακών. Τι ξεμυαλίζεσαι πια, μου λέει, μεγαλούτσικος άνθρωπος, και πιλαλάς στις παραλίες, χειμώνιασε (που να χειμωνιάσει μέσα σου κάργια, σκέφτηκα). Να μαζευτείς πια, να κοιτάξεις τις υποχρεώσεις, τις δουλειές σου. Ποιες είναι εκείνες οι υποχρεώσεις και οι δουλειές που πρέπει να κοιτάξω, πλην των γνωστών, σπίτι, ρούχα, φαγητό, δεν ξέρω, αλλά τα ίδια μου λέει κάθε Αύγουστο κι η μάνα μου. Τουλάχιστον στην παραλία, έχει να κοιτάξω κάτι καλύτερο!
Έρχεται κατόπιν άλλη φίλη, πιο καλοπερασάκιας αυτή, θαλασσόλυκος και ταμπεραμεντόζα, που χαίρεται με τα απλά, να μου υπενθυμίσει πως Όσο, λέει, ο κώλος είναι πιο άσπρος από το υπόλοιπο κορμί, έχουμε ακόμα καλοκαίρι. Το σκέφτηκα, το ζύγισα, πίνοντας τον πρωινό καφέ πλάι σε μια διπλαδένια ολάνθιστη, κατέληξα στο να ακούσω την δεύτερη. Την ταμπεραμεντόζα. Πάντα οι ταμπεραμεντόζες κερδίζουν στην σύγκριση.
Α και μια συμβουλή να δώσω, ως μεγαλούτσικος άνθρωπος, που είπε και η άλλη: Ξεμυαλιστείτε ασυστόλως! Όποιος δεν ξεμυαλίστηκε, έχασε τα καλύτερα. Δεν λέω να μου ξεμπουρλευτείτε εντελώς, να πάρετε τα όρη τα άγρια βουνά, να κεντηθείτε όλο τατουάζ και μαζεμούς να μην έχετε, όχι. Ένα απλό, διακριτικό ξεμυαλισματάκι, το βρίσκω απολύτως εποικοδομητικόν. Και απαραίτητον.
Έρχεται χειμώνας βαρύς. όπου νά ‘ναι θα σουρθούν ιώσεις, κυβερνητικές εξαγγελίες, προγράμματα αναπτυξιακά. Μαζέψτε υλικό, να έχει το μυαλό να ταξιδεύει τις κρύες νύχτες που η τηλεόραση θα παίζει μαλακίες, που στο ψυγείο θα κρέμονται κολλημένοι οι απλήρωτοι λογαριασμοί και θα μου κουκουλώνεστε νωρίς κάτω από το πάπλωμα, γιατί το μαγκάλι δεν θα καίει. Παλιά αυτά τα καταγγέλνανε οι αριστερές ντουντούκες, τώρα είναι απασχολημμένες με κάτι προγράμματα τύπου Σουρβάιβορ και δεν ευκαιρούν.
Χαιρετίζω. ?
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.