Βραδιά “Πακέτου” μετά χοιρινών κρασάτων
Καμάρωνα τις βιολέτες αμέριμνος στο μπαλκόνι μέχρι που ήρθαν οι πρώτες σταγόνες. Ανατρίχιασα και μπήκα μέσα. Πάλι ψοφόκρυο γαμώ την γκαντεμιά μου με την καριόλα την ιγμορίτιδα είπα μονάχα. Είπα και κάτι άλλα, ας τα αφήσουμε καλύτερα. Κατόπιν εγένετο σκότος και εγένετο νυξ! Έγινε η καθιερωμένη συνομιλία με την μάνα μου, τι έφαγα, να ντένομαι, αν πήρα τηλέφωνα τις θείες, τα συνήθη, αμέσως μετά πηρα την αντιβίωσή μου σαν καλό παιδί με γιαούρτι σακούλας.
Και τότε μου ήρθε να μαγειρέψω. Χοιρινές κρασάτες. Με θρούμπι. Υπέροχες. Τώρα τηγανίζω τις πατάτες, χοντροκομμένες, όπως του φούρνου. Θα τις ρίξω μέσα να πάρουν μισή βράση στο ζουμί των χοιρινών με το κρασί και με το θρούμπι.
Θα μπω για μπάνιο, μην βρωμάω γουρουνίλα και τρώγοντας θα δω το “Πακέτο”. Απόψε έχει να πέσει κλάμα γοερό. Όχι εγώ βρε σεις, κάτι φίλες μου που το βλέπουν ανελλιπώς. Μετά τις παίρνω τηλ και τις κοροϊδεύω. Κάποιες φορές είναι σκέτη μαλακία, το βλέπω από το διαφημιστικό. Κάτι φίλες από παλιά, κάτι παλιοσειρές από το στρατό, τέτοια. Αν, αγάπη μου, το “Πακέτο” δεν έχει μέσα γριά να στηθοκοπανηθεί, να ξεμαλλιαστεί στο κλάμα, να θυμηθεί πείνες, φτώχιες, τη μητριά που την σιδέρωνε σαν την Σπυριδούλα (πού να τα θυμάστε εσείς αυτά, αυγά ημέρας), αν δεν έχει ξεπαρθενιάσματα στην εφηβεία πίσω από μπάλες σανού στο κατώι, πώς να πέσει το κλάμα, να κυλήσει στο πάτωμα. Είναι και κάτι ξενέρωτοι κάτι φορές, α πα πα πα! Τι τους καλεί. Έλάτε το κόβω, έχω και τον Δημήτρη που πάει τα Πακέτα, φίλο μου εδώ, θα το δει και θα παρεξηγηθεί.
Φτιάξτε όπως είπα τις χοιρινές. Οι νηστεύοντες βαφτίστε τες καλαμαράκι, χταπόδι με μακαρόνι κοφτό. Η μάνα μου φτιάχνει το κουτσό, εκείνο που το λένε φταπόδι. Καλό βράδυ.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.