Ναι, υπέροχη ήταν σήμερα η λατρεμένη μου!
Δροσερή, όσο έπρεπε και ήρεμη, γλυκειά σαν παραμύθι.
Άλλαξα στέκι, είχαμε παραβρωμίσει πια στο παλιό, τόσο είχαμε πλησιάσει οι παρέες πια που άκουγες την ανάσα του κορμιού, των πόρων, άει στο καλό σου κοραίους θα πιάναμε. Α, φίλοι-φίλοι, αλλά δεν άντεχα πια.
Αλλά δεν ξενητεύτηκα, τρια μαγαζιά παραπέρα, στο ίδιο νερό κολυμπάμε.
Α, είπα νερό και το θυμήθηκα. Αν δείτε κάποιον να μπαίνει στη θάλασσα μέχρι τα γόνατα, να γλυκοαγναντεύει τάχα ακίνητος 2-3 λεπτά κι ύστερα να βγαίνει άβρεχτος από κει και πάνω, μην παραλείψετε να τον ορμηνέψετε. “Κωλόκατσε, πείτε του, παιδί μου να πλυθείς μια στάλα. Θα βγεις έξω και θα βρωμοκοπάς κατρουλίλα”. Αυτό πείτε του, γιατί μπορεί να έρθει να κάτσει κάπου κοντά σας.
Α, είχε και κάτι ποικιλιότητες του ούζου πολύ θανατηφόρες, αλλά δεν νοιώθω τύψεις. Κοπανήθηκα πάνω από δυο ώρες, αφού ακόμα έχω ένα τράβηγμα κάτω από τις μασχάλες. Βατραχοπέδιλα; Όχι, όχι κυριακάτικα. Είναι σπορ για τις καθημερινές που κολυμπάνε κάτι συνταξούχοι με πιτσιρίκια.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.