Το ταξίδι αφήνει περιθώριο να σκεφτείς…
Ωραίο πρωινό. Ευάερον και ευήλιον!
Καύσωνας, απειλούν τα δελτία, αλλά μην είμεθα και πλεονέκται. Κάνει ο καιρός τα καπρίτσια, τα τσαλίμια, τα μουτσουτσούνια του, πώς να το πω εις την απλήν καθομιλουμένην! Επίσης άπνοια. Μήτε μαΐστρος, μήτε γρεγολεβάντες, μήτε όστρια, μήτε… δεν θυμάμαι τώρα άλλη ονομασία ανέμου, μήτε έρωτας βοριάς να στέλνει σκουπίδια στις παραλίες που λουτροκοπανιόμεθα. Τίποτα σε ανεμοδάρσιμο. Μπουνάτσα. Οι γαλάζιες σημαίες πεσμένες (σε αυτές των παραλιών αναφέρομαι). Μπουνάτσα. Κάπως σαν την ανάπτυξη που φέρνουν οι Συριζανέλ, ας αυτοπυρποληθώμεν τώρα επί καύσωνος μαζί και όσοι κατηγορούσαμε τους άλλους ότι την έφερναν αργούτσικα και με τον αραμπά.
Αλλά… να σας ψιθυρίσω ένα μυστικό που αλλάζει το θέμα μας; Έχω ρεπό σήμερα.
Οπότε θα ετοιμαστώ, θα ντοπαριστώ (με φυσικά μέσα), θα εξοπλιστώ, θα παραμυθιαστώ, θα εφοδιαστώ με τα αναγκαία πετσετικά, μαυριστικά, βιβλία (προς τάχαμου δήθεν), θα στολιστώ και θα εκστρατεύσω. Ναι, ο στολισμός επιβάλλεται. Καινούργιο στέκι, καινούργια παρέα, καινούργιος εξοπλισμός. Θα τραγουδήσω «ας παν στην ευχή τα παλιά», θα αναφωνήσω Όρτσα τα πανιά, θα γκαζώσω ελαφρώς, θα ακονίσω το κοφτερό σπαθί μου, θα ξεκουράσω το καθόλου κοφτερό μυαλό μου γιατί τις ίδιες μαλακίες κάνει χρόνια τώρα και θα ξαμολυθώ βάζοντας μότο ημέρας το “Στο ακρογυάλι που πλένεσαι, περιστεράκι γένεσαι”.
Το ταξίδι αφήνει περιθώριο να σκεφτείς, να αναθεωρήσεις και να τακτοποιήσεις πολλά, είναι το αεράκι καθώς πλέεις αντίθετα που ανεμοτρουλίζει τα μαλλιά και τα μυαλά. Συχνόν φαινόμενο επίσης εκείνα τα πολλά, να ανεμοτρουλιστούν περισσότερο, οπότε… “βράσε όρυζαν”, έλεγε μια ρήσις παλαιά. Αλλά θα πάρουμε ως πιθανότερην την καλήν εκδοχήν.
Βουρ. Έτσι να δώσω μια και να πηδήσω σε βάρκα με λευκό πανί… Λιγάκι να παιχνιδίσει το τιμόνι, βίρα την άγκυρα θα φώναζα σε μούτσους ανύπαρκτους, γκρρρρρρρ η μηχανή & τσουπ! Δυο τραγούδια δρόμος και θα αποβιβαζόμουν απέναντι, μια στάλα έτσι πλάτσα πλούτσα το κουπί, κατόπιν ένα μούγκρισμα βιαστικό η μηχανή κι αμέσως θα ένοιωθα το σκάφος να αλαργεύει, να μακραίνει πίσω μου η στεριά, και… Όρθιος στην πλώρη με σωβρακοφανέλλα να γίνομαι κουκίδα στο βάθος του πελάγου και να σας χαιρετώ με νοτισμένο μαντήλι. Ίσα που θα προλάβαινα να κελαηδήσω δυο στροφές, κάτι θαλασσινό θα διάλεγα, ίσως το Τζιβαέρι, οι γλάροι θα ακολουθούσαν πεινασμένοι και ξαφνικά νασου την η ακτή. Ένα κολπάκι ήρεμο σαν αγκαλιά, που ΄χει κοράλλια κι αμμουδιά χρυσή… Από την πρύμνη θα εκσφενδόνιζα στην ακτή τα τσαντικά, με τις προμήθειες και ας γύρναγε πίσω η βάρκα μόνη. Ε, τον Οκτώβρη κάτι θα πέρναγε. Στην ανάγκη θα σκάρωνα σχεδία από σανίδια που ξεβράζει η θάλασσα.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.