Εντάξει Σαββατόβραδο, δεν έχουμε λεφτά να βγούμε, αλλά είναι και αυτό που θες να αγιάσεις μα δεν σε αφήνουν. Ελάτε, ελάτε, μην τρέχει ο λογισμός σας στο κακό, με την αθωότερη των πτυχών θα καταπιαστούμε απόψε. Την γαστριμαργική.
Επέστρεφα ο δόλιος (είπαμε, το Δόλιος και με τις δυο έννοιες) από την θάλασσα, κατάκοπος και λυσσασμένος από την πείνα, οδηγώντας με ανοιχτά παράθυρα και ηλιοροφή, τη μουσική δυνατούτσικα και το χέρι απέξω να ζεματιέται στο λιοπύρι σε κείνο το μαύρισμα, ξέρετε, του μερακλή οδηγού. Να έπεφτες κατάχαμα μπροστά μου θα σε έτρωγα, τέτοια πείνα. Συχνά σαν οδηγώ (ασχέτως πείνας) τραγουδώ δυνατά με κάτι λαρυγγισμούς εξαιρετικά διασκεδαστικούς (για μένα), έτσι να ξαφνιάζω τους παραπορευόμενους, να τους δίνω υλικό να σκέφτονται διάφορα που τα μαντεύω από την γκριμάτσα τους κι έτσι να ξύνομαι στην υγειά τους, ξέρετε του λόγου σας, δεν σας έχω για χάπατα.
Ερχόμουν λοιπόν σκεπτόμενος τις χάντρες γιαχνί που με περίμεναν, χωρίς μεγάλον ενθουσιασμό είναι η αλήθεια. Και ικανοποιημένος που παράδειρα επί δίωρον θαλασσοδερνόμενος. Το δίωρον σωστό; νομίζω. Δις και ώρα. Ε; Πάνω λοιπόν που ξελαρυγγιαζόμουν τραγουδώντας την “Αλεξανδριανή φελάχα” και συνόδευα με κάτι χειρονομίες εξαιρετικά εκφραστικές, σκοντάφτει το μάτι μου από μακριά στην ταμπέλα γνωστής φίρμας ζαχαροπλαστείου περιλάλητης για το γαλακτομπούρεκό της!
Αυτό ήταν. Αποδιοργανώθηκα.
Ξέχασα και τα λόγια του τραγουδιού, ξέχασα τις χάντρες γιαχνί (δεν ήθελα πολύ), ξέχασα και το πνεύμα της αυτοσυγκράτησης που έχω αποφασίσει ότι πρέπει να με διακατέχει αναφορικά με τα περιττά έξοδα. Και ω τι σύμπτωσις! Το πάρκιγκ μπροστά στο κατάστημα άδειο.
Εντάξει, μικρό ταψάκι πήρα, αυτό των δέκα κομματίων και των πολλών γωνιών. Και ω δευτέρα σύμπτωσις! Άλλα Σαββατόβραδα όλο και κάποιος περνάει από το σπίτι για έναν καφέ, μια μπύρα, ένα κατιτίς (ε, μερακλώνομαι κι εγώ, βάζω ποδιά και κάτι ρίχνω στο τσουκάλι), απόψε δεν πάτησε ψυχή. Λείπουν απαξάπαντες σχεδόν σε διακοπές, με βαρέθηκαν, δεν κάλεσα κι εγώ κόσμο για να τσακίσω μόνος το γαλακτομπούρεκο, λίγο απ’ όλα.
Πάντως μέχρι αύριο το βράδυ, όλο και κάτι θα υπάρχει. Για πιο μετά δεν εγγυώμαι.
Πού να κλάσουν (συγγνώμη κιόλας) μπροστά στο γαλακτομπούρεκο οι χάντρες γιαχνί, πα πα πα!
Ακούω τας αντιθέτους απόψεις. Και… Όχι δεν θέλω να πούμε για τον διορισμό Παπουτσή στην λαμπρή θεσάρα, θα αρπάξω το μπωλ με τις χάντρες γιαχνί να το πετάξω από τον πέμπτο. Ο γιατρός (αλήθεια, πού χάθηκε αυτή η ψυχή;) μου είπε Νο συγχύσεις.
Επίσης Νο σκουπίδια, Νο καπότες σε θάλασσες και ακτές.
Άσχετον αυτό, αλλά διδακτικόν και κολλάει παντού.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.