Α, ο γιατρός το είπε ρητά. Δεν το έγραψε στη συνταγή, απλά το σύστησε ως τρόπον απαλλαγής από πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν. Τα μεσημέρια να ρίχνεις έναν, μου είπε. Και πώς να παρακούσεις ιατρική συμβουλή; Να παρακάμψεις την επιστήμη; Έτσι, με την τελευταία μπουκιά στο στόμα, πετάω τα πιατικά όπως-όπως στο νεροχύτη, αγκαλιάζω το μαξιλάρι, κάνω μακροβούτι ο θαλασσινός ο τύπος και κουκουλώνομαι με το πάπλωμα μέχρι κορυφής. Θα ρίχνεις έναν υπνάκο απαραιτήτως, έτσι είπε ο ντόκτορ σε συνομιλία εδώ. Να ξεκουράζεσαι και το απόγευμα, σαν τη φρεσκαδούρα, να τραβάς… προς την δόξα ξανά.
Παλιά σε τούτο διαφέραμε εμείς οι επαρχιώτες της Αθήνας από τους γκάγκαρους. Καλά μην το παίρνετε τοις μετρητοίς… Μαθημένοι εμείς από τα κατσικοχώρια (κοτζάμ κωμόπολις, κόμβος συγκοινωνιακός, συνδυασμός βουνού και θάλασσας αλλά άντε να σας κάμω το χατίρι) που ξυπνάγαμε την κονταυγή με τα κοκόρια, τσαπίζαμε ολημερίς στο μποστάνι και το δείλι αρμέγαμε τα ζωντανά τραγουδώντας την Κοντούλα Λεϊμονιά, εμείς λοιπόν σπάζαμε την ημέρα στη μέση. Ενώ οι γηγενείς πρωτευουσιάνοι, οι αυτόχθονες ντε, το πήγαιναν μονορούφι γιατί ξυπνούσαν αργότερα. Όμως εμείς τα χωριατάκια τα ζουμπουρλούδικα τον ρίχνουμε έναν μεσημεριανό, γι αυτό είμαστε ροδομάγουλα, ορεξάτα και λαχταριστά.
Έχετε δει στρουμπουλή χωριατοπούλα, παμπόνηρη κι αφράτη σαν τη φρατζόλα; Πού να κλάσει μπροστά της η δική σας χοντρή που μεγάλωσε μασουλώντας γαριδάκια Μπόζο και ποπ-κορν μπροστά στην τηλεόραση και σέρνεται η κωλάρα της από καναπέ σε καρέκλα καφετέριας και σκάει τσιχλόφουσκες!
Έχετε δει κάτι γερόντια κοτσονάτα να παίζουν το κομπολόι σε καφενείο χωριού; Τα έχετε δει. Το απομεσήμερο, μετά δυο ποτηράκια κοκκινέλι, κυνηγάνε τη γριά γύρω από την ξυλόσομπα για να την μαρκαλίσουν όπως το τραγί την Μπλιώρα τη γίδα στα κατσάβραχα. Αλλά η γριά έχει σαρακοστή των Χριστουγέννων, πιλαλάει με τη μαγκούρα κόβει σάλτο και του κρύβεται πίσω από τον γιούκο με τα απλάδια, να μην κολαστεί Τετάρτη και Παρασκευή μέσα στο Σαρανταλείτουργο!
Τα γεροντάκια της Αθήνας το καλοκαίρι με κάτι πιζάμες καρώ τρώνε καρπούζι στο μπαλκόνι και κουβεντιάζουν για τις παθήσεις, το καταχείμωνο με το πιεσόμετρο αγκαλιά καμαρώνουν στην tv τον Αυτιά, κουκουλωμένοι με καρώ κουβερτάκια που δίνουν δώρο τα απορρυπαντικά. Το απόγευμα βάζουν την μασέλα, τρώνε τη σουπίτσα τους ή ένα γιαουρτάκι ελαφρύ, παίρνουν τα χάπια τακτικά κι ούτε σκέψη για βαρβατσουλέματα & πονηράδες. Η δική τους γριά έχει πονοκέφαλο από τα μπικουτί. Ενώ ο χωριάτης γέρος, φαφούτης βέβαια, μέχρι και το τυρί φέτα, το αλευρώνει η γριά με το φακιόλι και του το τηγανίζει γιατί το σηκώνει το αλμυρό μιας και αρπάζει τη μαγκούρα και πορπατεί στα ξάγναντα.
Αυτά τα καλά της αγνής περιφερείας αναμετρούσα το μεσημέρι, ώσπου να σφαλίσει το μάτι. Εμ! Έχει τα καλά της η αγνή, πλην παραμελημένη ύπαιθρος χώρα. Όλα τούτα σγάρλιζα στο μπαούλο της μνήμης και με το σούρουπο ανακλαδίστηκα ορεξάτος, το αγαθό και…καλωσυνάτο(!!!) χωριατάκι στην Αθήνα κι είπα να τσακίσω κάτι γλυκά που καμάρωναν στον πάγκο της κουζίνας, μην μείνουν και χαλάσουν.
Ήταν να έχω μουσαφιραίους σήμερα, πλην κάτι ακούστηκε για ακραία καιρικά, κατόπιν αναμετρήσαμε την κατάσταση, μιλήσαμε για κρούσματα μεταξύ γνωστών, αναθεωρήσαμε την άποψη για το σουαρέ κι έτσι δεν ξεμύτισαν από το κονάκι τους, εκείνοι σκιάχτηκαν τη βροχή κι εγώ τη συναναστροφή. Ζημιά τους και ωφέλεια μου, μεταξύ μας αυτό. Τώρα κατασπαράζω αγιάλια-αγάλια ένα ταψί γαλακτομπούρεκου στην υγειά τους. Επίσης νωρίτερα κατασπάραξα κι ένα σαγανάκι γαρίδας που βιάστηκα να ετοιμάσω. Τα ψάρια που θα έψηνα ευτυχώς δεν πρόλαβαν να ξεπαγώσουν. Κι επειδή δεν τα βλέπουν τι λέμε εδώ, θα σας εξομολογηθώ πως την επόμενη φορά θα τους ξεπετάξω μ’ έναν καφεδάκο μερακλίδικο.
Αυτά. Και τώρα ας γενικεύσωμεν.
Νισάφι! Θέλεις ν’ αγιάσεις & δεν σε αφήνουν. Μεταξύ μας, δεν έκανα και προσπάθειες να αγιάσω μεγάλες, απλά είπα να το παίξω γλυκομίλητο, μέρες που είναι. Ξέρετε τώρα, σαν κείνους τους μαλακοπίτουρες που σου έρχεται να χαστουκίσεις γιατί σε ταράζουν στην καλημέρα, στην καλή εβδομάδα και στον καλό μήνα. Δεν έχω πιο γελοίο. Βάζεις ραδιόφωνο να ξεπικρίσει το αυτάκι από την σιωπή και πέφτεις σε ειδήσεις, πολιτικές εκπομπές, σχόλια επί παντός. Το γνωστό θέμα κυριαρχεί και δικαίως.
Νάσου οι Μουτζαχεντίν των πολιτικών αρχηγών της αντιπολίτευσης να πετάγονται σαν την πορδή, συγγνώμη κιόλας αλλά δεν βρίσκω άλλη κουβέντα να τους χαραμίσω, και να μιλάνε για τα πάντα με κάτι σολοικισμούς ούτε η Δέσποινα Στυλιανοπούλου στα φόρτε της, να γράφουν ανορθόγραφα ποστ που δεν βγάζεις νόημα, να κουνάνε το δάχτυλο, να αφορίζουν, να ξορκίζουν στο όνομα των αγώνων της αριστεράς & να φοβερίζουν πως θα λογαριαστούμε!
Στο μπαρμπέρικο που κουρευόμουν προ εγκλεισμού, ένας πελάτης αγρίεψε με κάποιον από δαύτους & ξεφούρνισε το αμίμητο: “Οι μούτσοι που πηδούσαμε, γίναν καπεταναίοι”. Έπεσε το μαγαζί από τα χάχανα.
************************************************************************
Υ.Γ. 1ον: Μια φίλη μου εδώ εκπαιδευτικός, έγραψε το εξής προ ημερών: «Ένα τεράστιο όφελος της τηλεκπαίδευσης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι που δεν μπορούν οι αριστεροί καθηγητές να κάνουν την προπαγάνδα στην οποία επιδίδονταν καθημερινά εις βάρος πάντα του μαθήματος.»
Καλό; Τους θυμάμαι να ασκουν το σπορ από τα πρώτα χρόνα της Μεταπολίτευσης, ε τώρα θα το έχουν εξελίξει έτσι αποθρασυνόμενοι. Αλλά τώρα δεν ξέρουν ποιος γονιός τους ακούει και κλάνουν μέντες, ξανασυγγνώμη. Τέλειο;
Υ.Γ. 2ον: Πολύ θα περικαλέσω, τώρα που έρχονται γιορτές, μην μου στέλνετε καρδούλες με χριστουγεννιάτικα δέντρα, φώτα που αναβοσβήνουν, αγιοβασίληδες στρουμπουλούς που τρέχουν πορδίζοντας τους ταράνδους στα έλκυθρα, ούτε σκυλιά-γατιά. Τα σβήνω κατευθείαν. Κι ούτε να περιμένετε απάντηση φυσικά. Πείτε μου ό,τι άλλη μαλακία θέλετε.
Ναι, είμαι παράξενος.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.