Σας είδα ναι. Αφήστε που και να μην σας έβλεπα, ήμουν σίγουρος πως συρθήκατε σε κάτι λιγδοταβέρνες απόψε. Έχω το κληρονομικό χάρισμα, δεν μου ξεφεύγουν αυτά. Όλα όσα σας ψιθύρισα στο αυτί πέρυσι σαν σήμερα, να αποφεύγετε τις εξόδους κάτι τέτοιες μέρες πονηρές που σας πετάνε κάτι πιάτα στα μούτρα με ότι χειρότερο, τα γράψατε να μην πω πού. Οπότε, θα σταθώ χωρίς έλεος απέναντί σας, θα ανεμίσω το μαστίγιο πάνω από τα κεφαλάκια σας (δεν κάνω σχόλιο) και τούτο το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλον κανέναν. Καλά σας έκαναν και σας παραπέταξαν σε κείνο το κουτσό τραπέζι πίσω από την κολόνα, δίπλα στην πόρτα της τουαλέτας και σας σκουντάγαν στον ώμο κάτι τύποι ψιλοχάλια που μπαινόβγαιναν με άπλυτα χέρια.
Έτσι θα σας εκδικηθώ. Μην ακούσω κουβέντα!
Τι σαβουροφάγατε; Γουρουνοκοψίδια λιγδερά και πατάτες σε λάδι χιλιοταγκισμένο; Μμμμμμ, νοστιμιά! Πάρτε τώρα μια χούφτα μαλόξ. Τα σερβίριζε γκαρσόνι με βρώμικα νύχια; Μην μου πείτε πως κάθε τόσο περνώντας ανάμεσα στα τραπέζια έξυνε τα απαυτά του με το ελεύθερο χέρι, δεν θα το πιστέψω. Εκείνο που θα μαντέψω, λόγω κληρονομικού χαρίσματος, είναι η μουσική που παίζει σε κάτι τέτοια μαγαζιά, ξέρω, ξέρω. Και τώρα που γυρίζετε σιγά-σιγά στο σπιτικό σας σιγοτραγουδώντας “δεν ξανακάνω φυλακή, με τον Καπετανάκη που έχει ντούγκλα το μουστάκι τα μιλήσαμε τα συμφωνήσαμε”, και θα μπείτε εδώ να ρίξετε μια ματιά, δεν θέλω δηλώσεις μετανοίας. Ίχνος οίκτου δεν θα δείξω. Την κάνατε πάλι, άμυαλα παιδιά, άμυαλα. Μην ακούσω δικαιολογίες, τάχα ήθελε η γλωσσού να βγει και πώς να της χαλάσεις χατίρι, ας την πήγαινες αλλού. Μια βόλτα στο άλσος Βεϊκου, να περπατήσει να ρίξει καμμιά οκά που κοντεύει η κωλάρα της να ξεπεράσει την Πελοπόννησο. Παρά μου πήγε κομμωτήριο, έριξε το κουβερτάκι στον ώμο (εκείνο το τάχα ωραίο, σαν την μπαντανία του Ψινάκη) έβαλες κι ελόγου σου εκείνη την καμηλό παλτουδιά λόγω καιρού βροχερού και ξαμολυθήκατε να σαβουριάσετε τις γουρουνιές. Πώς; Το ήθελαν κι οι κουμπάροι; Μμμμ, τώρα ζήλεψα την παρέα. Δεν ξέρατε να ρημαδοψήσετε κάτι στο σπίτι με μια σαλάτα αριστούργημα; Πού να το σκεφτείς. Αααααα, τώρα πήγε το μυαλό μου ρε κουτό. Είναι που σου έκανε ματάκια εκείνη με το λαχανί απέναντι. Τώρα μάλιστα. Να δείξω όση κατανόηση χρειάζεται, να κάνω και πλάτες στην ανάγκη και ας μου βγάλει τα μάτια μετά η γλωσσού (γιατί θα σε πιάσει, τέτοιος μαλάκας). Αλλά μπορούσες να δείξεις μια στάλα αυτοσυγκράτηση στο γουρούνιασμα. Να δω πώς θα σας σούρω στην παραλία φέτος. Με το βίντζι;
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.