Είχε, δεν είχε, ξαναχτύπησε. Περί του κ. Παγκάλου ο λόγος. Αλλά, μεταξύ μας, τα λέει έξυπνα. Και όταν θέλει, εξαιρετικά εύστοχα. Όλη η σαβούρα του Πασόκ, είπε, συνδικαλιστική, ακαδημαϊκή, μετακόμισε στον Σύριζα. Περιμένοντας να μασήσει και από εκεί τα ίδια. Αααααα, με ξάφνιασε πάλι ο κ. πρόεδρος, μέρα που είναι. Μήτε που το είχα υποψιαστεί.
Έχω πολλά στο μυαλό για τη σημερινή μέρα, τι να πρωτοπώ.
Σκεφτόμουν ότι σε άλλες χώρες οι παρελάσεις των εθνικών εορτών έχουν μια μορφή φιέστας, πόρρω απέχουσες από αυτή του καρνάβαλου του Ρίο. Στη χώρα μας οι παρελάσεις γίνονται για να τιμήσουν ήρωες και εκατόμβες νεκρών. Μέχρι πρόσφατα απόγονοι ηρώων δάκρυζαν στις επιμνημόσυνες δεήσεις στα μνημεία. Σήμερα κάγκελα και διμοιρίες αποκλείουν τους πολίτες από τις παρελάσεις, προστατεύουν τους κυβερνώντες από την λατρεία του λαού τους. Φτιάχνοντας τον πρωινό καφέ, θυμήθηκα σκηνές από σχολικές παραστάσεις, αυτοσχέδιες στολές εποχής, ηρωικές μεγαλοστομίες, απαγγελίες, τραγούδια και ψαλμούς. Ένα τεράστιο μαχαίρι με ξύλινη λαβή, που είχαμε στο σπίτι για να κόβουμε το σαπούνι όταν έπηζε στο γαλβανισμένο καζάνι, γνώρισε δόξες πάνω στη σκηνή παριστάνοντας το γιαταγάνι πότε του Ανδρούτσου, πότε του Νικοτσάρα, πότε του Μακρυγιάννη και πότε του Γέρου του Μοριά.
Επίσης κάθε τέτοια μέρα τρώγαμε το πρώτο παγωτό ξυλάκι. Στα περίπτερα και ψιλικατζίδικα του χωριού κατέφταναν τα μεγάλα ασπρογάλαζα ψυγεία και μας γέμιζαν χαρά. Στην εξωτική Αγουλινίτσα, μικρός, πολύ μικρός, θυμάμαι το βράδυ του Ευαγγελισμού να παρελαύνουν σε λαμπαδηδρομία οι Πρόσκοποι. Κι εγώ κρατώντας ένα χάρτινο πολύχρωμο φανάρι με κεράκι αναμμένο, μασούλαγα στραγάλια και πασατέμπους. Το μεσημέρι είχαμε εορτάσει με μπακαλιάρο σκορδαλιά.
Μετά ήρθε η Χούντα, τα έκανε όλα υπερβολικά-καταναγκαστικά πατριωτικά, μας ενοχλούσε πια που με πίεση οφείλαμε να κρεμάμε την σημαία στο μπαλκόνι, μην ξαναλέμε τα γνωστά. Αλλά μετά ήρθε η Μεταπολίτευση και άλλαξαν πάλι όλα μονομιάς. Μας πήρε χρόνια να ξανααγαπήσουμε σημαία και πατρίδα, εκδηλώνοντάς τούτη την αγάπη διστακτικά στην αρχή, μετά μπήκε σε δρόμο. Φτάσαμε και σε κάτι σαχλές υπερβολές με τα ποδοσφαιρικά και τα τοιαύτα, ακόμα και με την νίκη στην Γιουροβίζιον. Λατρέψαμε την πατρίδα μας τη χρονιά των Ολυμπιακών αγώνων, όλα ωραία, η Αθήνα όμορφη όσο ποτέ… Μετά ήρθε η κρίση. Η εξαγγελία του Γιώργου από το Καστελόριζο ότι μπαίνουμε στο ΔΝΤ. Και ήρθαν τούμπα τα πάντα στη ζωή μας. Ακόμα και η αγάπη στην πατρίδα. Όλα μια πληγή.
Πόσο να με χαροποιήσει η κατρακύλα, η ξεφτίλα του Πασόκ; Δεν αρκεί αυτή μονάχα η ικανοποίηση για να ξεπεράσω εξελίξεις δραματικές. Να χαρώ που ο κ. Πάγκαλος αρμενίζει με το Ποτάμι του κ. Θεοδωράκη; Να το ρίξω στον χορό της κοιλιάς; Ε, πόσο να ανθυπομειδιάσω πια! Εντάξει. Αέρα στα πανιά του.
Τι να πρωτοθυμηθώ… Τους φίλους και γνωστούς που στέλνουν χιλιάδες βιογραφικά περιμένοντας απάντηση για μια δουλειά, μια θέση στον ήλιο; Εκείνους που πήραν το δισάκι τους έφυγαν στο άγνωστο; Εκδορές στη μνήμη… Τα δικά μας τα πανιά, όσων απομείναμε να κουτσοδουλεύουμε για να εξοφλούμε λογαριασμούς, ποιος ούριος άνεμος θα τα σπρώξει να πάει η βάρκα παρακάτω;
Κι επειδή απάντηση δεν βρίσκω, θα φτιάξω σκορδαλιά. Αλλά λίγη, μην το παρακάνω και με κράξουν αύριο οι γυναίκες στη δουλειά για την σκορδίλα. Ρίχνω συνταγή (οι αναλογίες δικές σας, κατά το πώς το προτιμά ο οργανισμός σας). Πατάτα, ψωμί μουλιασμένο, αμύγδαλο λευκασμένο κονιορτοποιημένο, λάδι, ξύδι, σκόρδο, αλάτι. Το μείγμα αραιώνεται με το ζουμί από ένα-δυο κομμάτια μπακαλιάρου βρασμένα, να έχει και μια στάλα γεύση ψαριού.
Χρόνια πολλά! Σε τούτη την δόλια πατρίδα που οφείλουμε να ξανααγαπήσουμε γιατί το αξίζει. Και επίσης Χρόνια πολλά για εμάς τα ταλαίπωρα, που δεν τα φάγαμε μαζί με τον κ. Πρόεδρο. Σας ξελίγωσα σήμερα, συγγνώμη, μα το καλούσε η μέρα. Στραγγίξτε καλά τον μπακαλιάρο πριν το τηγάνι. Και το λάδι να κάψει. Ανεμίστε πολεμόχαρα τα πιρούνια και… Γιούργια.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.