Γυρίζω και περιφέρομαι στους δρόμους της πόλης… Ορειβατώ στα ξεχασμένα καπνομάγαζα και στα σιωπηλά κάστρα… Στα φτιασιδωμένα νεοκλασικά απομεινάρια… Χάνομαι στις θορυβώδεις αγορές, στην πληγωμένη παραλία του καραμπουρνού αιμορραγώ, στην «άλλη» Τσιμισκή με σπρώχνουν, άνθρωποι άγνωστοι με πάνε και με φέρνουν μέτοικο, στα Λαδάδικα περιφέρω τη μοναξιά μου κι ονειρεύομαι με τα μάτια ορθάνοιχτα εκείνο το θαμπό γαλάζιο πριν τη βροχή στην άκρη του λιμανιού με τα βαπόρια, τις βάρκες και τα ψαροκάικα. Με ξέρει αυτή η πόλη και την ξέρω καλά… Την τραγούδησα…
Θεσσαλονίκη Πόλις ωραία!
Ουδέ την ηχώ των αιώνων ενθυμούμαι πλέον Ουδέ το χρόνο εις την ενόραση μένω της πόλεως Που ως ακτίνα φωτός με εκτινάσσει Στα ύψη των μεγάλων Θεαμάτων.
Ανοίγω τα χέρια μου και εισέρχομαι εις ουρανούς ατελεύτητους. Υπερίπταμαι εν μέσω θριάμβων δαφνοφόρων Επευφημιών, αλώσεων, πειρασμών μυστικών Ικεσιών και παρακλήσεων.
Δεν δύναμαι πλέον ούτε την ηλικία του φωτός Να αναγνώσω Ούτε να εξηγήσω πάλι δύναμαι Την πυρά που με πυρπολεί Και ως παρανάλωμα με εγκαταλείπει αξιοθέατο Εις τα έκπληκτα βλέμματα των θεατών Του μεγάλου θιάσου…
Καλαμαριά, Τούμπα, Νεάπολη, Σαράντα Εκκλησιές, Κορδελιό Σταυρούπολη, Πολίχνη, Συκιές…
Ώρα θαμπή του φωτός Παράλληλες εναλλαγές ήχων στις ράγες Έξω από το σιδηρόδρομο… Και η νύχτα που μυρίζει κάρβουνο και νερό Καλωσορίζει ταξιδιώτες άλλων αιώνων…
Με ξέρει αυτή η πόλη και την ξέρω καλά… Με τραγούδησε… Την ώρα που ετοίμαζα την βαλίτσα του αποχωρισμού… Όταν με χτύπησε φιλικά στην πλάτη, σα να μου ’λεγε, «θα ξαναγυρίσεις…»
Και ξαναγύρισα, αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει…
Και μένω δίπλα στην κομμένη ανάσα σου, δίπλα στους φόβους σου, δίπλα σ’ αυτούς που σε υμνούν και σε υβρίζουν… Καθώς διαφεύγεις πολυτεμαχισμένη και ακέραιος, πλήρης οραμάτων και επιθυμιών, ενδόξων διαδρομών, αυτοχειριασμών και τραυμάτων…
του Χάρρυ Κλυνν