Βγαίνω, που λέτε, στο μπαλκόνι ο προκομμένος, να μελετήσω την κατάσταση κρυφοκοιτάζοντας τον ορίζοντα κάτω από την τέντα και χαμόγελο γλύκανε το πικραμένο μου μούτρο. Είναι που έχω κι ένα ρεπουδάκι σήμερα! Καθαρότατον ήλιον προμηνούσε της αυγής το δροσάτο το αγέρι, που λέει ο ποιητής. Και γιατί να διαφωνήσω μαζί του μεταθανατίως και να τον πικράνω; Καθαρότατον! Κάτι αμελητέα σύννεφα, τα παράβλεψα. Για φθινόπωρο, είπα, μια χαρά. Κι έβαλα μπρίκι για διπλό ελληνικό με ολίγην και αυτήν καστανήν. Γενικώς οι καστανές είναι οι καλύτερες, πάντα το πίστευα.
Πέρασα πικρή βδομάδα. Μια ψιλοβλάβη στην κούρσα ήρθε και με δυσκόλεψε, πλην προσωρινώς, παρήγγειλα κουζίνα μετά από εξονυχιστική έρευνα αγοράς, ήρθε απρόσκλητος ο ΕΝΦΙΑ, αυτό πάλι πώς το ακούτε; Αλλά δεν είναι της παρούσης. Είπα να περάσω καλά. Τα μέτρησα τα ζύγισα αι το αποφάσισα. Δεν ήθελα και πολύ. Θα ξαμολυθώ στα ακρογιάλια τα ξανθά! Παρέα άκρως καλλιτεχνική εξησφαλίσθη, μην με φάει η μαύρη μοναξιά. Θα ξεπετάξω κάτι ψιλοδουλίτσες, ξέρετε τώρα, φτιάχνω τσάντα και απογειώνομαι. Να μην ξεχάσω. Τις ωτοασπίδες, δυο, τρία, τέσσερα μαγιώ μαζί με την πετσέτα, αντηλιακά, ένα βιβλίο τάχαμου, γυαλιά διαβάσματος, αυτά.
Σας εκνεύρισα λιγάκι που μου είστε στην δουλειά; Ε, σιγά ρε κουτά. Αύριο είναι Σάββατο. Την Κυριακή που εγώ θα δουλέψω, του λόγου σας θα μου γλυκοκοιμάστε μέχρι τις 12. Α, γιατί τα δυο, τρία, τέσσερα μαγιώ; Υπάρχει λόγος. Μόλις φτάνω, μελετώ το περιβάλλον και επιλέγω το κατάλληλο. Σεμνό; λιγότερο σεμνό για μαύρισμα γερό; καινούργιο; πεπαλαιωμένης κολεξιόν; ανάλογα τι βλέπω γύρω. Κι όταν βλέπω οικογένειες με συμπράγκαλα, μωρά και πεθερικά, αν και κάθομαι διαμετρικά αντίθετα, τότε βάζω ένα πολύ παλιό, έτσι για συμπαράσταση.
Χαιρετίζω και ετοιμάζομαι. Αίφνης βλέπω κάτι ψιλοσυννεφάκια να ταξιδεύουν, απαλά σαν τούλι, αλλά θα τα αγνοήσω. Μην πικράνω και τον ποιητή.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.