Θα τον κρούσω τον κώδωνα
Όχι, δεν θα αδιαφορήσω, τι φιλαράκια είμαστε… Δεν θα σας αφήσω να παρασυρθείτε και να την ξαναπατήσετε. Θα τον κρούσω τον κώδωνα. Δεν θα εισακουστώ, ξέρω, αλλά το χρέος μου θα το έχω επιτελέσει.
Όχι, όχι καλά μου, δεν μιλάω για το Γιουρογκρούπ, δεν σας μαλώνω για τις συγκεντρώσεις συμπαράστασης, τουναντίον, δεν λέω για τις κατακτήσεις του Γιάνη, δεν λέω για τις συναντήσεις Αλέξη με Μέρκελ και λοιπούς ευρωπαίους παράγοντες, μην επιμένετε. Πείτε τα εσείς αυτά απόψε τις ταβέρνες μεταξύ ξυγκιού και τζατζικίου. Θα σας αφήσω να τα δείτε στις ειδήσεις, να χαρείτε και να ανησυχήσετε.
Για την Τσικνοπέμπτη θα σας πω. Αργά το βράδυ που θα επιστρέψετε από τις ταβέρνες στο σπίτι σκυλομετανοιωμένοι, τότε θα με θυμηθείτε. Πού πάτε έρημα τέτοια μέρα, με την καμηλό παλτουδιά, με την κυρά αλαμπρατσέτα στολισμένη σαν πανηγυρίζον εικόνισμα, να σαβουριάσετε ό,τι έχουνε περισσευάμενο μαγέρικα, ταβέρνες, ψησταριές και σουβλατζίδικα; Ε; Φέτος δεν θα σας μιλήσω σκληρά, μήτε για κοιλιές θα πω, μήτε για προγούλια που προσπαθείτε να κρύψετε. Όχι, είστε πολύ πονεμένα από την κατάσταση, πολύ ανήσυχα και αισιόδοξα συγχρόνως, ένα μείγμα συναισθημάτων εκρηκτικό. Γι’ αυτό θα φανώ ελαστικός. Αν και ένα τράβηγμα αυτιού, σας χρειάζεται. Κάθε χρόνο σας τα κοπανάω, καθήστε να φάτε σαν αγάδες στο σπιτάκι σας. Σε κάτι λιγδιασμένες χαμηλοτάβανες αίθουσες όλο καπνιά θα στοιβαχτείτε και θα σας ξεκουφάνει μια χαζομουσική. Αν πάτε καθυστερημένα, ένεκα που η παρέα θα σας στήσει, που η κυρία θα κλωσήσει μέχρι να ντυθεί, να στολιστεί, που στο αυτοκίνητο θα τσακωθείτε για το ασήμαντο και θα σας γίνουν τα νεύρα τσατάλια. Αφήστε που μόλις μπείτε θα σας ρημαδοπετάξουν σε ένα τραπέζι πίσω από την κολώνα, μπροστά από την τουαλέτα, και θα σας σκουντάνε οι περαστικοί για κατούρημα. Να βάλουμε ένα στοίχημα; Το βάζω. Ό,τι το καλό θα έχει τελειώσει. Το κοκορέτσι δεν θα παίζει, το κοντοσούβλι επίσης, τα παϊδάκια το ίδιο, οι πατάτες θα είναι για χλαπατσαδούρα, η σαλάτα κομμένη από το πρωί, τι άλλο να πω δεν μου έρχεται, τα λέω κάθε τέτοια μέρα χρόνια τώρα, μα δεν με ακούτε. Έχει τούτο, εκείνο και το άλλο, θα σας πει το παλληκάρι που θα βιάζεται να σας ξεπετάξει, όλα δεύτερο πράγμα, κάτι κοιλιές γουρούνας, αρνί σούβλας, μπριζόλες, τέτοια. Στο τέλος στον λογαριασμό θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι. Και του λόγου μου το γουστάρω το φαγητό έξω. Το καλύτερό μου. Αλλά πηγαίνετε μια άλλη μέρα, να το ευχαριστηθείτε. Στην επιστροφή, την ώρα που θα ρευόσαστε την τηγανίλα κι η καμηλό παλτουδιά θα βρωμάει λάδι και τσιγαρίλα, που θα ψάχνετε μαλόξ και σόδες, που θα αναθεματίζετε την ώρα και τη στιγμή, τότε θα με θυμηθείτε. Μα θα είναι αργά για δάκρυα Στέλλα. Δεν θα σας λυπηθώ. Πρωτάρηδες δεν είσαστε.
Άντε βρε, χρόνια πολλά. Να ετοιμάσω κι εγώ το κρέας για το φούρνο σιγά σιγά, να καθαρίσω τις πατάτες, τα σκόρδα, να στύψω το αγγούρι για το τζατζίκι. Φιλιά.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.