“Θα γίνει το μεγάλο πήδημα”; Αυτός ο στίχος πια στο τραγούδι της δικιάς μου για την Αλβανία… Όλα μπερδεμένα, ένα κουβάρι το μυαλό κι ας λάμπει έξω ο ήλιος, χαρούμενος.
Εθνική γιορτή και δεν έχεις να καμαρώσεις για τίποτα πια, δεν ξέρεις τι να πρωτοαπλώσεις στο σύρμα της μπουγάδας!
Τα κάγκελα στις παρελάσεις προστατεύουν τους κυβερνήτες από την αγάπη του λαού τους, έξω λιακάδα, θέλω όσο τίποτα άλλο μια βόλτα μακρινή στην παραλία, αλλά κολλάω, δεν με παίρνει να ξανοίγομαι. Στο ραδιόφωνο παίζουν τραγούδια με την Βέμπο (ένας-δυο μόνο σταθμοί), κάποιοι μας έκαναν να διστάζουμε να ξεδιπλώσουμε σημαία στο μπαλκόνι, μετά την χούντα αργήσαμε πολύ να ξεμπλοκάρουμε το μυαλό και να αποσυνδέσουμε τον σημαιοστολισμό από τα σκουπίδια της ιστορίας. Οι ίδιες ενοχές, ίδιες σκέψεις. Πόσο σκουπίδι να αντέξεις!
Ζούμε μια δεύτερη σκληρότερη κατοχή…
Και τούτος ο πολιτικοδενξέρωπώςαλλιώςνατονπω (μια λέξη) αχταρμάς, μόνο φόβο ανακατεμένον με αηδία φέρνει.
Δηλώσεις από παντού, που μόνο δίσπιστος και φοβισμένος ακούς.
Ποιόνε να κλάψεις πρώτονε; Όσους πέσαν στο μπλόκο στην Καισαριανή; Όσους αργοπεθαίνουν κάθε μέρα μέσα σε ένα σκοτεινό διαμέρισμα; Όσους, όπως εμείς, παλεύουν με νύχια και δόντια να σταθούν;
Δεν σκοπεύω να κλάψω για εκείνους που ψωλαρμενίζουν αμέριμνοι, ανυποψίαστοι για κείνα που έρχονται. Να τους πετάξω το παπούτσι στο κεφάλι θέλω μόνο
Ακούγοντας τα τραγούδια σκέφτηκα τον πατέρα μου που τραυματίστηκε στην Αλβανία, έφεδρος Επιλοχίας του Τάγματος Ευζώνων. Μόλις αποθεραπεύτηκε, πριν ξαναφύγει στο μέτωπο, βρέθηκε ένα βράδυ στο θέατρο που έπαιζε η Βέμπο. Μόλις βγήκε, του φάνηκε πως ξαφνικά γέμισε η σκηνή, η πλατεία ολόκληρη, ηλεκτρίστηκε ο τόπος γύρω από την παρουσία της, τέτοια φλόγα.
Κι ύστερα σκέφτηκα πως όλα τα δάνεια, πάρθηκαν από τις κυβερνήσεις
προκειμένουν να εξοφληθούν προγενέστερα δάνεια. Κανένα για την ανάπτυξη. Κατόπιν το πασόκ έφερε την μόδα των καταναλωτικών, πέσαν τα ξεφτέρια με τα μούτρα και με κάτι σχέδια για επιχειρήσεις τάχα, τα έκαναν όλα ρημαδιό, μα πολύ αργότερα.
Το πρώτο δάνειο που συνήψε το μισοανεξάρτητο τότε (όπως και τώρα) ελληνικό κράτος, ένα εκατομμύριο στερλίνες, δεν έφτασε στον ρημαγμένο τόπο ποτέ. Φαγώθηκε στο ταξίδι.
Τι να πανηγυρίσω; Αν έχω κάτι προς πανηγυρισμόν είναι που πατάω ακόμα γερά στα πόδια μου, που μισοκαταφέρνω να κρατάω το μυαλό στη θέση του (νομίζω, δεν παίρνω κι όρκο) και που έχω υγεία, δουλειά και ανθρώπους κοντά μου. Ελπίζω-εύχομαι κι εσείς. Δεν έχω να πανηγυρίσω για άλλο τίποτα.
Την πατρίδα μου με έχουν κάνει να την σκέφτομαι με οίκτο και με ένα θλιμμένο χαμόγελο.
Γι αυτό έχω μέσα μου φυλαγμένη μια αηδία για τους ανίκανους ντενεκέδες της Ν.Δ. και ένα μίσος για τους εκμαυλιστές και διαγουμιστές του εθνικού πλούτου Παλαιοπασόκους. Αυτά δεν τα απαλύνουν οι γλυκερές και “ελπιδοφόρες” δηλώσεις τους.
Βγείτε να περπατήσετε στη λιακάδα και αναπνεύστε βαθειά.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.