Ένα ταξιδάκι 8 ημερών που ετοίμαζα αρχικά για πάρτη μου αλλά κατόπιν προέκυψε και παρέα, να είμαι καλά να το θυμάμαι. Ανεβλήθη λόγω υπηρεσιακών αναγκών. Παρ’ όλ’ αυτά έμεινε το Παρασκευοσαββατοκύριακο ελεύθερο στο κλεινόν και βροχερό άστυ. Κι επειδή έχουμε και πιτσιρίκια εδώ, την Αθήνα εννοώ. Μωρ’ τι καταιγίδα είναι τούτη με το ξημέρωμα! Πα πα πα. Θύελλα. Σκέψου να ταξίδευα τέτοια ώρα μέσω ορέων, λαγκαδίων και άγρίων βουνών, ααααα για το καλό μου ήταν τελικά.
Θα βάλω κατσαρόλα στη φωτιά για φασολάδα, να απασχολήσω το μυαλουδάκι μου με κάτι δημιουργικό! Μην μου πείτε πως δεν το καλεί η μέρα. Είπα φασολάδα και το θυμήθηκα.
Στην Επιτροπή της Βουλής για την λίστα Λαγκάρντ, πελάγωσαν σου λέει και στεριά δεν βλέπουν. Κάλεσαν τους 33 εκ των 45 συνεργατών (!!!) του κ. Παπακωνσταντίνου, μα όσο κι αν ρώτησε η Ζωή Κωνσταντοπούλου μέχρι λιποθυμίας του προέδρου, άκρη δεν βγήκε. Κανείς δεν είδε, δεν πρόσεξε, δεν αντελήφθη.
Στο ραδιόφωνο ακούω για πλημμύρες σε γειτονιές της Αθήνας και σκέφτομαι πως αφού τα έργα δεν έγιναν την εποχή των παχουλούτσικων αγελάδων, τότε που το χρήμα κυλούσε αμέριμνο, τώρα …στάχτη, λασπουριά και μπούλμπερη. Η μπούλμπερη δεν θυμάμαι τώρα τι ακριβώς είναι, αλλά έτσι το λέγανε κάτι γριές στο χωριό και μου κάνει σε δυσοίωνο. Θα το μάθω άλλη στιγμή.
Αναμετρώντας όλα τούτα (επειδή δουλεύω-δεν δουλεύω με τα κοκόρια θα ξυπνήσω, το στραβόξυλο) πίνω την καφεδιά μου κρυφά από την ομοιπαθητικιά που δεν μπαίνει εδώ να τα βλέπει, αγναντεύοντας έξω την καταιγίδα, απήγγειλα τρεις φορές το “Πού πας καραβάκι με τέτοιον καιρό”, κατόπιν μου ήρθε το “Εις το βουνό ψηλά εκεί είν’ εκκλησιά ερημική”, αλλά το βρήκα αταίριαστο.
Μικρός, κάτι τέτοιες ώρες έφτιαχνα χάρτινες βαρκούλες από μεσαία φύλλα τετραδίου, τις ξαμολούσα στο αυλάκι των ομβρίων του δρόμου μπροστά από το σπίτι κι ύστερα πίσω από την κουρτίνα τις παρακολουθούσα να ταξιδεύουν. Κάποιες καταποντίζονταν. Όμως οι πιο τυχερές περνούσαν αγέρωχες τους δύσκολους κάβους και τότε χοροπηδούσα θριαμβευτικά.
Τα λελουδικά μου ναι, την έβγαλαν καθαρή τον χειμώνα, χωρίς προς στιγμήν απώλειες κι ας τα έχω κομματάκι παραμελήσει. Ε, πόσο έμεινε πια; 20 μέρες; ένας μήνας; Θα ζεστάνει ο καιρός, θα απαυτώσει κι ο φτωχός, θα θεριέψουν κι αυτά, τα χαϊδεμένα μου, να με κρύψουν από τη Βουλγάρα απέναντι που δεν τολμώ να βγω κατακαλόκαιρο με το βρακί στο μπαλκόνι κρύβεται πίσω από τα μπένζαμιν και βάζει κιάλι. Τη λένε και Μιρέλα, τρομάρα της. Χάθηκε να είναι μια στάλα καλύτερη, να έχει ενδιαφέρον το πράγμα; Θα μετακόμιζα τις γλάστρες, σιγά…
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.