Και σιγά που θα το χάψω, ότι την είδατε ξαφνικά θιασώτες και πιστοί τηρητές των ηθών και των εθίμων. Της Τσικνοπέμπτης. Μμμμμ, συγκινήθηκα. Τι γλυκό! Ότι προς τάχαμου δήθεν η παράδοση, κρίμα είναι να ξεχνιούνται συνήθειες αιώνων του λαού μας και άλλα πολλά εμπριμέ. Σε ποιον τα πουλάς μωρή σουρτούκα; Το έχεις του λόγου σου με τα έθιμα; Γιατί δεν τηρείς και άλλα; Θες να τα απαριθμήσω; Τα ποια; Εκείνα που δεν πήρες μυρουδιά ποτέ για δαύτα και που καρφί δεν σου κάηκε. Φαγού. Και συ κοιλαρά, που απόψε γυρνώντας από την ταβέρνα μέσα στις λίγδες, θα ρευτείς τόσο δυνατά και βρωμερά που θα λακίσουν τα αδέσποτα γατιά από τη γειτονιά. Άσε που θα κατακλάσεις την χοντρή και καλά θα της κάνεις, τέτοια φαγού που είναι κι ελόγου της. Ξέρω πώς “το διασκεδάσατε” και καθόλου δεν ζηλεύω. Πήγατε στα κοψιδάδικα! Να σας την χαλάσω; Επειδή με βασανίζει ένα κρύωμα (με όσα αυτό σημαίνει) κι επειδή είμαι τύπος έτσι εκδικητικός, θα σας τα ειπώ ένα χεράκι.
Σημαιοστολιστήκατε και είπατε να γιορτάσετε την Τσικνοπέμπτη ξεκοιλιαζόμενοι, κατά το έθιμον. Λες και τον άλλον καιρό την περνάτε με ντοματόσουπα. Καλά σας έκαναν και σας παραπέταξαν σε κείνο το κουτσό τραπέζι δίπλα στους καμπινέδες να μετράτε τα κατουρήματα και ποιος βγαίνει με ανοιχτό φερμουάρ. Το που περιμένατε δυόμιση ώρες να σας φέρουν το κουβέρ με κάτι ξεροκόματα και το το κρασί, σας άρεσε; Δεν το ξέρατε πως απόψε γίνεται της πουτάνας; Αμ το άλλο; Αυτό που την ώρα της παραγγελίας σας το ξέκοψαν. Κοκορέτσι τέλος. Παϊδάκια τέλος. Σπληνάντερο τέλος. Κάτι άλλα πουτανομεζεκλίκια επίσης τέλος. Όλα τα καλά τέλος. Και τι μπορούσατε να πάρετε; Κάτι διπλοτηγανισμένες πατάτες. Σαλατικά, που δεν θέλετε να περιγράψω. Γουρούνι έτσι, γουρούνι αλλιώς, γουρούνι κάπως λιγουλάκι αλλιώτικο. Κι ύστερα κάτι λουκάνικα, που επίσης δεν θέλετε να περιγράψω. Όλα προψημένα από το πρωί, μην πω κι από χθες. Και μετά τζατζίκια, τυροκαυλερές, ρώσικες σαλάτες, τέτοια διάφορα και κάτι άλλα αποτηγανίδια μέσα στο ταγκισμένο λάδι βουτηγμένα. Καλά σας έκαναν.
Σπιτάκι δεν είχατε να τιμήσετε το έθιμο με φίλους; Η μανδάμ δεν ήξερε να στρωθεί να φτιάξει δυο ορεχτικά, να ρίξει κι ένα πασάλειμμα στο σπίτι με την ευκαιρία; Να φτιάξει μια τυρόπιτα, ένα γιαουρτόγλυκο, ένα κατιτίς; Τι έκανε όλη μέρα; Θα έλεγα τι έκανε, αλλά ας μην την ταράξω νυχτιάτικα χοντρή γυναίκα. Κι ελόγου σου, ο πολλά βαρύς, που τάχαμου τα ξέρεις όλα, τα σφάζεις και τα μαχαιρώνεις; Δεν ήξερες να καλέσεις μια παρέα σπίτι σου, που μένετε όλο μόνοι σας με κείνα τα σπυριάρικα και αηδιάζει πια ο ένας τον άλλον, να βάλεις να ψήσεις 10 παϊδάκια, να μοσχοβολήσει η ρούγα; Αλλά είπες, θα τα ξύσω όλο το απόγευμα και το βράδυ θα πάρω αλαμπρατσέτα την μαντάμ με τα λαμέ και την ανταύγεια, θα βάλω και το καμηλό παλτό που πήραμε τότε που το παίζαμε σκληροί πασόκοι και ανθηρή οικονομία, στο δρόμο θα φαγωθούμε λιγάκι αλλά ποιος την χέζει τώρα αυτήν, άστη να λέει.
Έτσι μου θέλησες απόψε κοψιδάδικο. Επειδή σε πήρε ο πόνος για τα έθιμα της πατρίδας μας, μπας και ξεχαστούν. Γύρνα τώρα “ενθουσιασμένος” από την περιποίηση του μαγαζιού και με την ανακατωσούρα στο στομάχι από τη λίγδα τη μπαγιάτικη. Πιες ένα χωνευτικό, έναν κουβά σόδα, κάτι να ηρεμήσεις. Όχι άλλη κοκα-κόλα, ήδη ξεσήκωσες το μισό προάστειο με τα ρεψίματα. Και μόλις συνέρθεις, ρίξε κι ένα σμπάρο στην κυρά, έτσι να έρθει να ολοκληρωθεί επιτυχώς το έθιμον. Να έχει και κείνη αύριο να λέει στο τηλέφωνο στις άλλες “Ο Μπάμπης μου σκέτο κομπρεσέρ” κι ας πάρει να ροχαλίζει αποχαυνωμένη όσο θα χτυπιέσαι πάνω της ελόγου σου, έτσι παραφαγωμένη, μέσα στη λίγδα και τη σκορδίλα.
Α! Τα είπα και ησύχασα. Άντε βρε. Χρόνια πολλά τα εθίματά μας. Τώρα σας περιμένω στη γωνία την Καθαροδευτέρα με τα ξίδια, τα κουκιά, τις ταραμοσαλάτες και τα μαυρομάτικα. Πάντα τέτοια.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.