Σαν σήμερα έφυγε ο Μάνος Χατζιδάκις
Σαν σήμερα έφυγε ο Μάνος Χατζιδάκις. Η μουσική του με συντρόφεψε ώρες ατελείωτες. Δεν θα αναμασήσω όσα γράφτηκαν εδώ σήμερα, όλα πολύ καλά και μαζί πολύ λίγα για να φιλοτεχνήσουν το ταλέντο του το μοναδικό και αξεπέραστο. Τη δική μου μαρτυρία θα προσθέσω.
Την μέρα που έφευγε, Ιούνιος του ’94 ήμουν στο Νοσοκομείο γιατί είχε χειρουργηθεί ο πατέρας μου. Ήρθε το ασθενοφόρο, διέρρευσε το ποιόν μετέφερε. Γύρω σιωπή. Καλοκαίρι και απομεσήμερο. Ούτε μουσικές εξαίσιες ακούστηκαν, ούτε θίασοι βγήκαν στη σκηνή να υποκλιθούν. Μόνο τα τζιτζίκια ξεφάντωναν στο πάρκο. Όλο το βράδυ σφύριζα ένα μοτίβο της Οδού ονείρων.
Θυμήθηκα την Πρωτομαγιά του ’85. Ήμουν εκδρομή στην Αίγινα με τον πρώτο μισθό στην τσέπη. Στην επιστροφή, βγαίνοντας από το καράβι πήρα το πρώτο τεύχος του περιοδικού του. Το Τέταρτο. Την άλλη μέρα το είχα πάνω στο έδρανο στη σχολή Δημοσιογραφίας κι ο δάσκαλός μου ο Κώστας Γεωργουσόπουλος είπε πως το εξώφυλλο δεν του άρεσε. Ξέρετε, εκείνο με το βαμμένο πρόσωπο του παιδιού και την ελληνική σημαία.
Την προηγούμενη χρονιά, καλοκαίρι του ’84, ο Χατζηδάκις έδινε συναυλία στην “γιορτή της σταφίδας”, ένα λαϊκό πανηγύρι, κάπου στην Ηλεία. Με τους δικούς του όρους. 10.000 εισιτήρια. Παρουσίασε τον κύκλο “Για την Ελένη” με την Μ. Δημητριάδη και μια σειρά τραγουδιών από την “Λαϊκή αγορά”. Όσο διαρκούσε η συναυλία μήτε μπύρες, μήτε γουρουνοπούλες, μήτε φαγώσιμο τίποτα. 10.000 άνθρωποι παρακολουθούσαν σιωπηλοί. Μυσταγωγία. Κι ένα φεγγάρι πάνω από τις καλαμιές πανέμορφο. Γκρίνια οι μικροπωλητές απερίγραπτη, με το ζόρι τους κρατούσαν οι οργανωτές να μην απλώσουν την πραμάτεια. Είχε απειλήσει πως θα διακόψει και θα φύγει αν δει φαγώσιμα και μπύρες στα τραπέζια. Όταν ολοκληρώθηκε η συναυλία, τρέξαμε πίσω από την σκηνή να τον δούμε. Πρώτος εγώ, πίσω η παρέα, ήθελαν δεν ήθελαν. Τοπίο βουκολικό, κακοφωτισμένο από κάτι γιρλάντες κρεμαστές από πλατάνι σε πλατάνι. Φορούσε μια ριγέ πουκαμίσα. Κατέβηκε, ήταν να περάσει ένα μικρό χαντάκι, του έδωσα το χέρι για βοήθεια. Τότε του είπα Σας αγαπάμε πάντα κύριε Χατζηδάκι. Κι εγώ σας αγαπώ μου είπε και πέρασε πίσω από ένα παραβάν να ξεκουραστεί.
Το καλοκαίρι του 1988 τον ξαναείδα σε κείνη την μυθική συναυλία στο Παναθηναϊκό στάδιο, μαζί με τον Σταύρο Ξαρχάκο και με τον Μίκη Θεοδωράκη. 30 χρόνια μετά ξανατραγουδούσε με την Νάνα Μούσχουρη. Ήταν τότε που ξιφούλκησε σε υπέροχα ελληνικά έναν φιλιππικό κατά της Αυριανής και του Πασοκικού κράτους. Τον ξαναλατρέψαμε.
Αργότερα τον είδα να διευθύνει δυο φορές σε μικρές θεματικές συναυλίες στην Εθνική Πινακοθήκη.
Έχω ακούσει ιστορίες για το πόσο εύκολα έγραφε μουσική για τον κινηματογράφο. Για το πόσο εύκολα θύμωνε και για το πόσο εύκολα του περνούσε. Για το πώς επέλεγε τους συνεργάτες του. Για τους καυγάδες του στο τρίτο πρόγραμμα της ραδιοφωνίας, ένα πρόγραμμα-σχολείο. Για τα βράδια στου “Φλόκα”, στον “Μαγικό αυλό” στην πλατεία Προσκόπων. Για τη φιλία του με τον Καραμανλή, την φιλία του με τον Γκάτσο, την φιλία του με την Μελίνα, την φιλία του με τον Μίκη. Με τους δυο τελευταίους πάντα μάλωνε, τους κράταγε μούτρα και λίγο μετά φίλιωνε γιατί τους λάτρευε και γιατί τους ένωναν οι κοινές αγάπες.
Το εξώφυλλο του “Μεγάλου ερωτικού”, το είχα για χρόνια σε κάδρο πάνω από ένα γραφειάκι, δίπλα στο σκίτσο του Παπαδιαμάντη. Μόνο τα τεύχη του Τέταρτου χάρισα πριν από κάποια μετακόμιση. Η αισθητική του όμως και ο λόγος του, αυτός κυρίως, παραμένουν σημείο αναφοράς. Κι ύστερα είναι η μουσική του. Η θεία, η τρυφερή, η παρηγορητική και η μεγαλειώδης. Αυτή που με συντροφεύει τις μοναχικές ώρες.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.