Αυτό είναι που λέγαν παλιά “Ραντεβού τον Σεπτέμβρη”. Να ‘μαστε πάλι εδώ, εμείς μαζί θα ζήσουμε ποτέ δεν θα χωρίσουμε. Παράξενο μετά τις διακοπές που γλυκοπεριμένεις έναν ολόκληρο χειμώνα, όχι δεν θα σας ρίξω σε μελαγχολία βαριά. Παρά θα πούμε τα λόγια της πλώρης!
Καλό ήταν λοιπόν και τούτο το φετεινό. Φτωχότερο από άλλα, μα λαμβανομένων υπ’ όψιν των συνθηκών, παίρνει θετικό πρόσημο (που λένε και για την οικονομία, πλην μόνο το λένε). Σιγά που δεν θα το πέταγα το πικρούτσικό μου. Είχε απ’ όλα το καλοκαιράκι. Καρπούζι, σύκα και σταφύλια. Μαγιώ μπραζίλ. Σουβλάκια με μπύρα παγωμένη. Ούζο με καλαμαράκι τηγανητό. Λαδερά, μπάμιες, φασολάκια, γεμιστά (η μάνα μου στα 87 της δίνει ρέστα στην μαγειρική του λαδερού, εκτός από την γκρίνια. Όλα τα καλά τα είχαμε. Βουνά από πατάτες τηγανιτές (αυτές ήταν έργο δικό μου). Είχε περιπλανήσεις κάτι απογεύματα Δεκαπενταύγουστου σε μοναστήρια φτωχικά, όπου κάναμε χρέη ψάλτη αυτοδίδακτου, ναι. Και μετά την Παράκληση στην Υψηλοτέρα, λουκούμι με κρύο νερό στο αρχονταρίκι. Απ’ όλα είχε σας λέω.
Μπάνια, μαγειρικές, κουβεντολόϊ, περπάτημα σε ακρογυάλια ονειρικά, ξανά κουτσοκολύμπι μέχρι τελικής πτώσεως. Επίσης είχε και κάτι μικροκρουαζιερούλες φανταστικές, είδατε και τις φωτογραφίες, αν και ντρεπόμουν να ποζάρω πια μες στον κόσμο, μια σάχλα μου φαινόταν να φωτογραφίζομαι εν πλω, αλλά τελικά ενέδωσα. Επίσης το καλοκαίρι είχε κουτσομπολιά (δεν γινόταν αλλιώς) καλοπροαίρετα εις βάρος γνωστών που επέπεσαν σε σφάλματα, περιφερόμενων κυριών, σχετικά με το στυλ και την ενδυμασία κυρίως (ε, μα τα ήθελε κι ο απαυτός τους), γλυκές και ξεκαρδιστικές συντροφιές φίλων μετά συζύγων.
Είχαμε και αρραβώνες σε οικογενειακό επίπεδο, να μας ζήσουν, πανέμορφα και τα δυο, και στα δικά μας οι λεύτεροι. Αλλά τις τελευταίες μέρες είχε πανηγύρι η εξωτική Αγουλινίτσα, με συρροή προσκυνητών, πάγκους όλο τζοβαϊρικά και τα συναφή, γουρνοπούλα, ασπροντυμένους μπουζουξήδες και ντιζέζες με κάτι αβυσσαλέα ντεκολτέ κι από φωνή δεν λέω την γνωστή ρήση γιατί έχουμε κορίτσια ντροπαλά στην παρέα. Λέγαμε, περισσότερο δια της νοηματικής γιατί ή ένταση της μουσικής του πανηγυριού δεν επέτρεπε πολλά, πως παλιότερα το πανηγύρι είχε ασυγκρίτως καλύτερο μουσικό πρόγραμμα, ενώ το φετινό αποτέλεσμα ήταν άθλιο, τα περιγράφω αυτά σε κάτι διηγήματα που ίσως δουν το φως κάποια στιγμή, μην τα ξαναλέω. Όχι, δεν χορέψαμε, μόνο γελάσαμε πολύ. Ε, όλο γνωστοί γύρω… Να είμασταν αλλού, μάλιστα.
Όχι, δεν θα κλαψουρίσω για το τι σκυλιά θα μας τραβήξουν φέτος τον χειμώνα, επειδή το ξέρω. Λυκόσκυλα. Ούτε θα πω ότι με χαρτζιλίκωνε η μάνα μου στις διακοπές, δεν θα μελαγχολήσω βραδιάτικα, έχω μακαρόνια με κιμά να τσακίσω, όχι δεν θα μου κοπεί η όρεξη. Α, να σας πω και τα νέα της χήνας που έχω στην αυλή. Παραμένει μόνη κι έρημη. Χήρα κι αυτή. Θυμάστε την χειμωνιάτικη περιπέτεια με τα ξεπορτίσματα του χήνου και την θλιβερή του κατάληξη σε ξένες κατσαρόλες.
Τώρα θα συνεχίσουμε τα λουτρά μας στα γάργαρα νερά της Αττικής, του καιρού επιτρέποντος, θα οργανώνουμε γαστριμαργικά βραδινά στη βεράντα και τα λοιπά και τα λοιπά, αφήνουμε και κάτι κενά, έτσι να οργιάσει μια στάλα η φαντασία σας, να ακονιστεί το μυαλό.
Όλα καλά λοιπόν. Φτωχά, είπαμε, αλλά εντάξει. Δεν είχαμε προλάβει να μάθουμε και στα τόσο πολλά πια, άλλοι μάλιστα. Και συνεχίζουν να τα χαίρονται και να τα τρώνε. Εύχομαι να τους κάτσουν στον κώλο και καθόλου τύψεις δεν έχω για τούτη την χαιρέκακη ευχή.
Καλό… υπόλοιπο καλοκαιριού.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.