Πρωινό Σαββάτου, κρύο με λιακάδα. Η φασολάδα βράζει και μοσχοβόλησε η γειτονιά. Θα ξαμολυθώ να βρω τα συνοδευτικά, μαύρο ψωμί με προζύμι από φούρνο με ξύλα, σαρδέλα μαρινάτη ή κάτι αντίστοιχο, ε και κανένα γλυκό για το απόγευμα. Έχω σόι στο σπίτι, τι να κάνω… Αύριο όμως! Ω, αύριο θα ξαμολυθώ. Θα γιορτάσουμε ετεροχρονισμένα ένα μέλος της παρέας. Καφέδες μετά γλυκισμάτων δίπλα σε ένα τζάκι κι απέναντι από τη θάλασσα, να καμαρώνουμε τους θαρραλέους που λυσσοκοπάνε με τις σανίδες. Θα λακριντεύουν τα κορίτσια, αλλά θα γείρω παρέκει, να αγναντεύω τα κύματα. Στη θάλασσα αποζητώ τη σιωπή, εκείνες πάλι όχι!!! Κατόπιν θα αράξουμε στο κοψιδάδικο για τα δέοντα. Κόρη πλουσία η εορτάζουσα, έτσι διαλαλεί τουλάχιστον, ζει με τον φόβο μπας και την βάλουμε με την φτωχολογιά. Τι να πεις,, ουδείς τέλειος. Γι αυτό θα την παροτρύνω να ξανοιχτεί και να φάμε μέχρι σκασμού. Ε, το δειλινό θα πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.