Και σας το είπα. Μόλις με δείτε να καθηλώνομαι για τις ειδήσεις δώστε μου μια σπρωξιά, πετάξτε μου το καπάκι της μερέντας, κάτι. Να την κλείσω την ρημάδα. Πικράθηκα πάλι.
Φτιάχνοντας μια περιποιημένη φασολάδα, τα άκουσα τα μαντάτα. Ο Γιωργάκης με τον Βουβουζέλα δεν τα πάνε τόσο καλά. Θα μου πείτε σιγά το νέο, ή μπορεί να μου πείτε και χεστήκαμε, που θα είναι και το πρέπον, εδώ που τα λέμε. Τους έφτυσε, σου λέει, τα κουκούτσια της ελιάς κατάμουτρα και δεν πήγε στην συνεδριοαποτέτοια τους. Τον άφησε μόνο με τον Σημίτη να μοιραστούν οι δυο τους την αγάπη του λαού. Και επίσης, σου ξαναλέει ο Πρετεντέρης, που συμπάσχει και δαύτος μαζί τους, το Γιωργάκη ετοιμάζει δικό του κόμμα, αμέ. Βγήκε ο Χασαπόπουλος συντετριμμένος και τα ανέλυσε καταλεπτώς. Μωρ’ αυτοί νομίζουν πως έχουμε μνήμη τόσο κοντή και τσαμπουνίζουνε δημοσίως τις απόψεις τους, δεν πιάνουν ένα λαγούμι εκεί να χαθούν από προσώπου γης.
Τελικά ο Ρουσόπουλος απεδείχθη εξυπνότερος και δεν του το είχα. Έκανε τη σκατιά του, αλλά μετά εξαφανίστηκε, μην μας εκνευρίζει άλλο. Ξαμόλυσε τη Μάρα να κουρτσολέει ένα δελτίο, εντάξει. Περνάει λιγάκι στο ντούκου. Αλλά ο ίδιος άφαντος, μήτε δηλώσεις, μήτε εκδήλωση σωτηρίων προθέσεων. Του το αναγνωρίζω, του γιου ταχυδρόμου. Οι άλλοι δεν έχουν όρια. Βλέπουν κι εμάς που πια δεν τους πετροβολάμε στους δρόμους όπως ένα φεγγάρι που κυκλοφορούσανε με περούκες και ψάχνανε πλαστικούς για μεταμορφώσεις προκειμένου να απολαύσουν τα πλούτη τους ανενόχλητοι, μάθανε πως ξεχαστήκαμε απορροφημένοι στο να κλαίμε τη μαύρη τη μοίρα και το ριζικό μας και… πλάκωσαν οι πασόκοι μετονομασμένοι να μας σώσουν.
Γι’ αυτό σας λέω. Σπρώξτε με κείθε από την τηλεόραση, αφού μου κάνει κακό. Δεν θέλω λόγια συμπαθείας. Έργα. Απασχολείστε μου το μυαλό με κάτι… εποικοδομητικότερον. Α, δεν σας είπα. Ξανάπιασα μολύβι και χαρτί. Γράφω κάτι. Διήγημα θα βγει, προς μυθιστόρημα θα το πάει… θα δείξει. Μόνο που είμαι του αργού. Αν πάλι του λόγου σας καλά μου βιαζόσαστε, πάρτε να διαβάσετε εκείνων που κοτσιλάνε ένα βιβλίο το δίμηνο σαν να είναι αυγό.
Μπαίνω για ένα μπάνιο στα πεταχτά. Μην παρακάψει το αερόθερμο και ανέβει ο λογαριασμός. Α, να σας πω και το άλλο; Το ρίχνω. Επειδή σχολάω αργά στην δουλειά, παίρνω κατσαρόλι μαζί. Λέτε να με κοροϊδέψουν αύριο αν πάρω φασολάδα; Μπα, δεν θα το κάνουν. Πρώτον γιατί είναι καλές κοπέλες, υπεράνω και εξαιρετικά διακριτικές (καλά, λέμε), δεύτερον γιατί φοβούνται μην κάνω πως τις κοροϊδεύω. Οπότε θα το πάρω το κατσαρόλι και η μισή ντροπή δική μου. Η άλλη μισή των κυβερνώντων που με έκαναν να μην μπορώ να παραγγείλω όπως παλιά.
Σας ασπάζομαι.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.