Περί κηπουρικής και όχι μόνο…
Σγουρέ βασιλικέ μου και μαντζουράνα μου, εσύ θα με χωρίσεις από τη μάνα μου… Μοσχομυριστός, καμαρωτός, παντός καιρού, του το γλυκοτραγούδησα και τον μεταφύτεψα σε μεγαλύτερη γλάστρα, να τον αρπάξω αγκαλιά και να υποδεχτώ την φιλενάδα μου που ταξίδεψε από την άλλη άκρη του κόσμου, να ξεκαλοκαιριάσει.
Κατόπιν ήρθε η ώρα της να ταχτοποιήσω σε μεγαλύτερο αγγείο την Αστρομέρια (την Αστέρω μου), παρέα της και δυο άλλα αγνώστου ονομασίας αλλά ομορφούτσικα, μωβέ το ένα λευκό το άλλο, που κι αυτά ανθούν και θάλλουν στη σκιά. Θα τα απαθανατίσω να τα καμαρώσουμε μαζί, γιατί ποτέ δεν ξέρεις. Σε αυτά τραγούδησα το Ωραία που είναι την αυγή όταν γλυκοχαράζει, γιατί ανθίζουν το πρωί.
Έβαλα έναν ιβίσκο σε ανάρρωση (σε νέο μικρό γλαστράκι με στεγνό χώμα, μέχρις ότου δούμε την προκοπή του), στο κιούπι παρέα με άλλους δεν έλεγε να ξεμυτίσει βλαστάρι και τότε ήρθε η ώρα της γαρδένιας. Ψηλή καμαρωτή, δενδρώδης. Ω, της όμορφης και της στριμμένης μου! Αλλά έτσι είναι οι όμορφες, έχουν μια αυτοπεποίθηση σπαστικιά. Συχνά γίνονται σπασαρχίδες, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Ξεφούρνισα ένα ρητό “Εύκολο λάφυρο δεν το ζυγώνω, το δύσκολο μ’ ευφραίνει μόνο” και ανασκουμπώθηκα. Με πολλές γκριμάτσες προετοίμασα την… μετεγκατάστασή της σε κιούπι. Τι να της τραγουδήσω της αχάριστης; Την Πριγκιπέσσα; Ε, αυτό. Της συγκεκριμένης, μα και της ράτσας των οξυφύλλων γενικώς. Με έχουν πικράνει με πίκραν υψηλήν, που έλεγε κι ο Μάτεσις. Γαρδένιες, καμέλιες, ορτανσίες, αζαλέες, ροδόδενδρα. Δύσκολα κλαριά. Αχάριστα. Την πόρεψα κι αυτήν με ένα κανάκεμα που εμπεριείχε στοιχεία απειλής και λατρείας (τι σύμπλεγμα!), καταλήγοντας με την ατάκα Απίστευτος ο κόσμος και ο χαρακτήρας μας!
Τότε μόνο τίναξα τα χέρια από τα χώματα, έπλυνα βεράντα και είπα ώρα για… έναν ντενεκέ καφέ φίλτρου. Ποιες υποχρεώσεις, παιδάκι μου; Ρίξε πάνω σου κάτι ελαφρύ και ξαμολύσου. Αύριο μπορεί ο καιρός να τα κάνει σκατά, καθότι Κλίμα Τροπικόν. Τα έλεγε παλιά η Άννα Βίσση, αλλά εσείς δεν ακούτε, παρά την βρίζετε που κάνει λίγες σαχλίτσες σε κανάλι δευτερότριτο με κάτι παρτσακλούλια που τραγουδάνε. Ε, και; Τις σαχλίτσες δεν τις κάνει ακριβώς. Απλά… με την παρουσία της, δίνει λόγο ύπαρξης.
Τέλος με αυτά, μην κάνω και απιστίες στην δικιά μου που αυτήν την εποχή σαρώνει σκηνές, υπαίθρια θέατρα και στάδια με συναυλίες. Για την Μαρινέλλα λέω. Φαινόμενο, φαινόμενο! Α, ρε χρόνε αλήτη, που… κάτι σκορπάει, μα δεν θυμάμαι τον στίχο. Θα την καμαρώσω τον Αύγουστο στην Αρχαία Ολυμπία. Αυτήν θα δω φέτος και τον Σαββόπουλο τις επόμενες μέρες.
Επανερχόμεθα. Μέρα αφιερωμένη στην θάλασσα. Και στην συνάντηση με την φιλενάδα μου εξ Αμερικής. Την Ελένη ντε. Εσείς, είπαμε. Ρίξτε πάνω σας κάτι ελαφρύ και βουρ. Όχι και τόσο ελαφρύ. Το διευκρινίζω γιατί βλέπω συχνά στον δρόμο έναν κώλο με λίγο από σορτς να έχει ξεμείνει στα κωλομέρια, συγγνώμη κιόλας. Και αν ήταν ο κώλος σαν της Σάρας από το Σουρβάιβορ, να πω χαλάλι. Αλλά… Εντάξει, το αφήνω, έχω και δυο αυγά να φάω πριν φύγω. Να εξομολογηθώ και κάτι; Ενάμιση επεισόδιο έχασα όλον τον χειμώνα. Υπέρ των διασήμων ήμουν. Θανατικά. Καλά, εσείς που μας δουλεύετε ξέρω, βλέπετε μόνο ντοκυμανταίρ. Επίσης εσείς που λέτε κάτι κακιούλες κατά του Ντάνου, θα σας ψιθυρίσω μισό λογάκι κι εσάς. Μόλις τελειώσει, ξέρετε τι θα έχει μείνει στο μυαλό του κοινού; Ασχέτως αποτελέσματος και νικητού. Το επεισόδιο με το άθλημα πάνω στην δοκό καταμεσής της πισίνας. Εκείνο ντε που πήρε μόνος του μια ολόκληρη ομάδα. Ρίξτε τώρα τις κοροϊδίες σας.
Χαιρετίζω. Έχω να ετοιμάσω σάκο θαλάσσης.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.