Έβαλα τσουκάλι στη φωτιά κι είπα με ένα τουρλού ζαρζαβατικών να γιορτάσω τη επέτειο ιδρύσεως του Πασόκ. Μεγαλεία! Αφού σου λέει αλάλαζαν τα πλήθη (όπως τότε που τα έσουρναν με τα πούλμαν στο Κιλελέρ να χειροκροτήσουν τον Μεγάλο), την ώρα που φιλήθηκε σταυρωτά ο Σημίτης με τον Γιωργάκη, ξέφυγε μια πορδή χαράς του Βουβουζέλου που δάκρυσε η Βάσω, ο Λαλιώτης, ο Άκης, ο Γιάννος και τα άλλα παιδιά. Ξαναβγήκαν οι πομπές στις στράτες και περιγελάνε τους διαβάτες. Παρά ένα τεσσαράκοντα χρόνια κλείνει, τρεις του Σεπτέμβρη! Το Πασόκ ντε, που άλλοτε τόσο αγαπήσατε. Που να το κλείσουνε σε ένα τσουβάλι παρέα με γάτες νηστικές κι όλο μαζί να το πετάξουνε σε πηγάδι βαθύ, αμήν Παναγία μου. Ρε ουστ από κει που θα το γιορτάσετε κιόλας, δάσκαλοι λαμογίων. Άντεστε στο διάβολο, κρυφτείτε σε λαγούμι βαθύ, που έχετε μούτρα να κυκλοφορείτε χωρίς μπαρμπούτα.
Τι να πρωτοθυμηθώ, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι! Τα έζησα απολύτως τότε, όλα. Ευτύχησα βλέπεις στην πρώτη νεότητα να χαρώ τέτοιες φυσιογνωμίες στο τιμόνι της πατρίδας μου. Και μην βγείτε τώρα να μου πείτε για τους άλλους, το ξέρω. Ντενεκέδες ξεγάνωτοι, αλλά δεν θα τους δώσω τόση αξία να τους βάλω δίπλα στους δάσκαλους της λοβιτούρας. Ανεπαρκείς ηγεσίες, περιστοιχισμένες από αρπαχτικά, συχνά ανίκανα και να κλέψουν. Αλλά μην ανακατεύουμε τις βούρτσες με άλλα, μην μπλέκουμε την γραβάτα με το σώβρακο, τον φάντη με το ρετσινόλαδο. Απόψε μιλάμε για τους επιστήμονες του είδους.
Γιορτάζουν σου λέει απόψε οι άλλοτε πρασινοφρουροί. Εκείνοι που δεν έμεινε δευτερότριτο στέλεχος επαρχίας που να μην άρπαξε άτοκα δάνειο (χωρίς καμμιά διαδικασία), για επιχειρήσεις τάχα. Σκατά επιχειρήσεις. Ταξίδια, σινιέ ρούχα, γκόμενες πολυτελείας, βίλες, χλιδή. Δάνεια αφειδώς. Λεφτά που τοκίστηκαν, φαγώθηκαν, έγιναν βίλες, καταθέσεις έξω, καταχωνιάστηκαν σε τσέπες βαθειές. Γκρουπούσκουλα πλιατσικολόγων που μόλις πάτησαν πόδι στο γκουβέρνο, όρμησαν να διαγουμίσουν την καμμένη γη που παρέλαβαν. Ανθρωποειδή που μόνο να γράφουν τ’ όνομά τους και κείνο το ‘μαθαν μισό, εκμαύλσαν ένα ολόκληρο λαό και τον έκαναν κλεφτοκοτά, τον ανάγκασαν να ζητιανεύει διορισμό, δάνεια, εξυπηρέτηση και να δίνει τα πάντα στα πόδια των πρωτοκλασάτων που έστηναν δουλειές. Κι όλα στο φόβο της κακιάς δεξιάς που θα τους έστελνε στα ξερονήσια. Άλλοι κλουβίτες αποκεί, που τελικά θα μας αναγκάσουν να δώσουμε αξία σε ότι φτύναμε μέχρι χτες. Άει στο διάβολο, γαμώ την τύχη μου την καριόλα, συγγνώμη κιόλας.
Τουρλού ζαρζαβατικών απόψε και πολύ μου πάει, με τις αηδίες που πήγα και θυμήθηκα.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.