Πανήγυρις Αγουλινίτσης
Πανήγυρις Αγουλινίτσης! Τσίκνισε γουρ’νοπούλα μέχρις εδώ. Σεπτέμβρης, ε! Τρυγητής! Και να θέλω να το λησμονήκω (που θέλω, με τον χαρακτήρα που ‘χω), παραφυλάτε οι καλομηνάκηδες και καλοβδομαδάκηδες να μας το θυμίζετε ανελλιπώς.
Άφεριμ. Ναι, αποβραδίς απόλαυσα το φεγγάρι στη γέμιση από την βεράντα μου μεταξύ ανθισμένων λουλουδακίων και με παρέα, απολαμβάνοντας παγωμένες μπύρες & πιπεριές γεμιστές με τυριά.
Πρόσθετα σκληρά μέτρα, άκουσα, ο άδικος ΕΝΦΙΑ στα ίδια ποσά, κάτι μουτσούνες ντυμένες έτσι με κείνο το γούστο της αριστεράς το ντεκαυλέ επιμένουν να μας καθησυχάζουν.. Στον κώλο να τους κάτσουν οι ψαρούκλες που περιδρόμιασαν. Δεν αντέχω να παρακολουθήσω λεπτομέρειες. Ό,τι βρέξει!
Η ομοιοπαθητικιά μου ήταν κάθετη σε τούτο. Μακριά από ότι σε αποχαυνώνει, από ότι σε απογοητεύει κι από ότι σε απο…καυλώνει. Επίσης μακριά από τις μικρότητες τις σαχλαμάρες και τις υπερβολές του τίποτα, έτσι μου είπε. Εργασιοθεραπεία, ορμήνεψε καταλήγοντας. “Το μουνί και το πριόνι όποιος το δουλεύει ιδρώνει”, σημείωσα επικροτώντας φιλότιμα, αλλά η επιστήμη αντιπαρήλθε την παροιμία μ’ ένα πανωσήκωμα της κεφαλής κι επεσήμανε: Αλλιώς η κατάθλιψη παραφυλάει και σου κάνει κουπεπέ στη γωνία.
Πανηγύρι στην εξωτική Αγουλινίτσα χθες κι απόψε, μα δεν μου έλειψε. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει λιγάκι μαλακία, όπως όλα. Τα έχω γράψει, τα του πανηγυριού άλλοτε, σε ένα διήγημα, δεν θυμάμαι αν σας το έχω εκσφενδονίσει. Αυτό για τις ροδοψημένες γουρουνοπούλες στους πάγκους, τα πανηγυριώτικα παιχνίδια, ανάχρεια σπιτιού και τα μπιμπελά, την κοσμοσυρροή στο Μοναστήρι… Και το βράδυ στην αγορά τα όργανα με τις ντιζέζες, που τότε δεν τις λέγαμε τραγουδιάρες και δεν ήταν τόσο φτηνό το άκουσμα όπως στη σημερινή έκδοση. Καμμιά σχέση. «Σε λένε το κορίτσι του Μάη», τα ντεσιμπέλ δονούσαν την ατμόσφαιρα κάτω από την μουριά, στο καφενείο μας και το πατάρι από καφάσια κλεισμένο με σταφιδόπανα και φωτισμένο από λάμπες κρεμασμένες σε γιρλάντες, γινόταν κέντρο νυχτερινό, ντισκοτέκ, απ’ όλα.. Πανηγύρι.
Θυμάμαι την Ζανέτα, κουκλάρα, φίρμα στην περιοχή με κορμάρα τορνευτή, ντυμένη …ξεσαλωτικά & τραγούδια του Πλανητάρχη (ναι, στο γνωστό στυλ), αλλά θυμάμαι πως έλεγε υπέροχα και το “Λευτέρη-Λευτέρη” του Ξαρχάκου στην έναρξη, ταρναρίζοντας τόσο τις καταλήξεις όσο και κάτι βυζιά τουρλωτά & σπαρταριστά. Όπως το ντέφι στα χέρια της. Μόλις το ρολόι της πόλεως χτύπαγε απ’ το καμπαναριό μεσάνυχτα, τότε έβγαινε η βεντέτα του συγκροτήματος, η Ντιάνα να κελαηδήσει τις επιτυχίες της Μαρινέλλας, υπέροχα. Τι “πάλι θα κλάψω”, τι “δώσμου τ’ αθάνατο νερό”, τι “Με πνίγει τούτη η σιωπή”, κι ύστερα πιο αλέγρα το “Αν είσαι φίλε Κολωνακιώτης κι αριστοκράτης” ή “Κρίμα τα νειάτα την τσαχπινιά, κρίμα το μπόι σου καλέ”, άφωνοι οι χωριανοί! Κι ύστερα με το “Άνοιξε πέτρα” έκλεινε την πρώτη εμφάνιση βραδυνής τουαλέτας, πιστή στα ταρναρίσματα και τις ανάσες εκείνης. Τότε ξανάπιανε η Ζανέτα το μικρόφωνο να συνεχίσει με τις “Αναμνήσεις”, το “Πίσω από τις καλαμιές”, το “Μην τα φιλάς τα μάτια μου” & τους “23 Απρίληδες” που έγραψε τότε η φίλη μου εδώ η Σέβη Τηλιακού, γλυκύτατη. Ε, περασμένα μεσάνυχτα μας άρπαζαν από το αυτί εμάς τα μικρά, να μας βάλουν για ύπνο με το ζόρι, είχε εκκλησιασμό το πρωί, την συνέχεια τότε που χόρευαν τα ζεϊμπέκικα οι μάγκες κι έστελναν τις παραγγελίες των τραγουδιών του Καζαντζίδη, αυτά δεν τα βλέπαμε, μόνο από εξιστορήσεις των μεγαλύτερων παιδιών που ξενυχτούσαν λιγάκι περισσότερο, πίνοντας μπύρα και κανένα τσιγάρο στα κλεφτά.
Αυτά περί πανηγύρεως. Τα θυμήθηκα έτσι καμαρώνοντας τα άνθη μου (πήρα ένα ροδόδενδρο κι έναν ιβίσκο χθες μωβ-ροζ και τα δυο, πανέμορφα), ακούγοντας ραδιόφωνο, σκέφτηκα προς στιγμήν τον Καλαμίτση που άλλοτε του έστελνα τούτα τα κειμενάκια, κατόπιν σφούγγισα ένα δάκρυ βιαστικό κι είπα να προετοιμαστώ για την εξόρμηση στην παραλία. Έχουμε καλοκαίρι ακόμα, μην ξεχνιόμαστε. Θα πάρω και βατραχοπέδιλα μαζί. Σάββατο αύριο, το πρόγραμμα λέει Λουτρόν θεραπευτικόν. Συμμάζεμα του σπιτιού στα πεταχτά & βουρ. Θες να μας την κάνει όπως περισι ο κωλόκαιρος που δεν προκάμαμε να χαρούμε Σεπτέμβρη-Οκτώβρη;
Πρέπει να αποκτήσουμε αντισώματα, έρχονται φουρτούνες, μάλλον στο κατάρτι θα δεθούμε, το σκάφος, με ζαβούς καπεταναίους, τούμπες θα κάνει στο πέλαγο. Το βεβαιώνουν κι οι σύμβουλοι του Μαξίμου, ακούστε & τίποτις ειδήσεις να δείτε τι σκυλιά θα μας τραβήξουν. Σας φιλώ.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.