Ό,τι μας βρίσκεται πρόχειρο
“Τα της νίκης σύμβολα φέροντες” βγαίναμε άλλοτε στις εθνικές οδούς αι γεννεαί αι πάσαι να γιορτάσουμε το Έαρ το γλυκύ. Το δώρο του Πάσχα και τα διακοποδάνεια μας όπλιζαν αυτοπεποίθηση και μαζί τιγκάριζαν τα αυτοκίνητα (που τότε ήσαν κάτι τζιποειδή σαν τρακτέρ) φαγώσιμα και δώρα. Έτσι, άνετοι, ξαμολυόμαστε στην αγνή ελληνική ύπαιθρο, τρωγοπίναμε τα νηστίσιμα προς τάχα μου δήθεν θρήσκοι κι ύστερα ερχόταν η Ανάσταση. Ω, της κραιπάλης και της υπερκατανάλωσης!
Ελάτε, δεν θα σας πικράνω άλλο. Τώρα, ό,τι μας βρίσκεται πρόχειρο. Πώς ήταν ο γιορτασμός του Πάσχα γύρω στο ’60-’70; Ένα τέτοιο πράγμα. Όσοι δεν τα προλάβαμε, ευκαιρία να πάρουμε (πάρετε) ένα μάθημα ιστορίας, πατριδογνωσίας, ηθών και εθίμων. Γιατί κανονικά στα έθιμα του Πάσχα δεν περιλαμβάνονταν η έξοδος στα μπουζούκια επαρχίας την νύχτα της Αναστάσεως. Ε, καιρός να επανέλθουμε στην παράδοση.
Αλλά ειρήσθω εν παρόδω. Των Βαΐων σήμερα. Καταλύεται ψάρι. Στην εξωτική Αγουλινίτσα (πλην παρατημένη, τα είπαμε αυτά) τρώγαμε μπακαλιάρο σκορδαλιά. Το πρωί παίρναμε στην εκκλησία ένα ματσάκι δαφνόφυλλα με σταυρό στη μέση από φοίνικα. Τα της νίκης σύμβολα. Θα εκδράμω και του λόγου μου. Ελπίζω να το απολαύσω.
Η καλύτερη εποχή για την ύπαιθρο. Η εξωτική πνιγμένη στη βλάστηση και το τριαντάφυλλο, αν και τίποτα δεν θυμίζει την πολυάνθρωπη κωμόπολη των παιδικών μου χρόνων. Ναι, θα ψάλλω την Μ. Παρασκευή (από τον Γαϊτάνο το λέω καλύτερα), με φίλους παιδικούς θα ακολουθήσω την περιφορά Επιταφίων μέσω αυτοσχεδίων κροτίδων και εντυπωσιακών βεγγαλικών.
Δεν έφτιαχνα-έριχνα ποτέ, ήμουν κομματάκι μαμούχαλο μικρό, όλο με τα λιβανιστήρια έπαιζα τέτοιες μέρες. Θυμάμαι ο αδερφός μου μετά συνομηλίκων του έναν μήνα πριν ετοίμαζαν τα χαλίκια, την μπαρούτι, τους σπάγγους, τα χαρτιά. Γκρίνια στο σπίτι άλλο πράγμα, εκείνος απτόητος. Τέτοιες μέρες το σπίτι μας, λόγω του πατέρα μου, παρουσίαζε μια κινητικότητα, κόσμος πήγαινε κι ερχόταν. Η μάνα μου ετοίμαζε κάτι βουνά από κουλούρια και κουραμπιέδες που μοσχομύριζαν φρέσκο βούτυρο, αλλά την Μ. Βδομάδα τους κλείδωνε στη σερβάντα και μας άφηνε έξω φρουΐ-γλασέ αχλάδι, κάτι βάζα με νεραντζάκι και κίτρο, γλυκά του κουταλιού. Τώρα χρειάζεται να της θυμίζουμε κάθε τρεις και λίγο πως έρχεται Πάσχα και τα σχετικά.
Τίποτα δεν είναι πια όπως άλλοτε και… τίποτα δεν βρίσκω έτοιμο όπως άλλοτε επίσης. Αλλά κάνω μια βόλτα στη θάλασσα, ενδίδω σε προτάσεις για μπύρες παγωμένες μετά ποικιλιοτήτων και έρχομαι στα ίσια μου. Πάντως μέρες που είναι δεν πολιτικολογούμε, πικραίνω και κάτι φιλαράκια εδώ, αφήστε τα.
Α, με την ευκαιρία. Πόσο γέλασα με τον τίτλο του κόμματος της Ζωής! Μα καλά… τόσο ουδέτερο και τόσο περιγραμμάτων ποιός θα το προσέξει καλή μου; Το νέον της αριστεράς Μνημόνιο; Έλα βρε. Δεν θα ξαμολυθείτε στις πλατείες εσείς που ξαμολυόσασταν άλλοτε κατά των γερμανοτσολιάδων και των προσκυνημένων; Όχι, ε! Κρίμας (που έλεγε κι ο Σαμαράς). Αλλά μην σκάτε μικρά μου ανήσυχα και πικραμένα. Για όλα έρχεται το πλήρωμα του χρόνο. Πάντα φεύγει από κάπου μακριά μια βαριοπούλα, εκσφενδονίζεται μάλλον, διαγράφει την τροχιά της στο στερέωμα και καταλήγει με πάταγο. “Ίνα συντρίψει αυτούς, ως σκεύη κεραμέως”.
Είπαμε: Των Βαΐων ψάρι με σκορδαλιά, κατόπιν νηστίσιμα λαδερά και θαλασσινά, την Μ. Πέμπτη αρακάς ή χλωρά κουκιά με αγκινάρες (είναι βλέπεις ο καιρός των κροτίδων) και την νύχτα της Ανάστασης η μαγειρίτσα σε παραλλαγές κατά τόπους. Εμείς την φτιάχνουμε με αντεριά σε κοτσιδούλες, πατσά και ποδαράκια αρνίσια, συκωταριά, άνηθο κρεμμυδάκι φρέσκο και αυγολέμονο.
Υ. Γ. Κοτσάρω εδώ έναν σύνδεσμο που παραπέμπει σε ηθογραφικό διηγηματάκι, διαπραχθέν προ χρόνων. Ρίξτε του μια ματιά.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.