Τελικά όλα είναι στο μυαλό! Εκτός από την κυτταρίτιδα που πάει και κατσικώνεται χαμηλότερα, αλλά δεν είναι το θέμα μας.
Είχα ένα μικρό ταξίδι σήμερα προγραμματίσει. Ψιλοκουβέντα για δουλίτσες μελλοντικές διάφορες, συνοδευόμενη από… ψυχραγωγία, που έλεγε κι η Μαρίκα Νέζερ. Ε, ναι όχι μόνο καφέ. Και Θάλασσα. Κολύμπι μετά βροχής. Και στο τέλος ούζα (μόνο με την ποικιλιότητά τους και τίποτις παρέκει, μην προτρέχετε εσείς εκεί έξω δεξιά). Είχα όμως μιάμιση ώρα δρόμο στο πάει κι άλλο τόσο στο έλα να κάμω. Ολομόναχο μέσα στη μαύρη μοναξιά και την πικρή, αν και παράλληλα με τη θάλασσα, την πικροκυματούσα σήμερα στην Αττική λόγω συννεφιάς και απότομης καρεκλοκαταιγίδας μετά μπουμπουνητών και αστραπόβροντων. Πώς να σπάσω τη πικρίλα, πώς να την σπάσω την κακούργα, σκέφτηκα και βρήκα μια λύση που θα σας την προτείνω πάραυτα. Θα αποδώσει, ανάλογα πάντα με το ταμπεραμέντο του καθενός. Αν μου είσαστε κομματάκι ξυλάγγουρα, πολύ φοβάμαι πως θα το πω ματαίως, θα πάνε όλα στο βρόντο και θα καταλήξω με το “κουφού καμπάνα κι αν βαράς, στραβόν κι αν θυμιατίζεις και μεθυσμένον κι αν κερνάς όλα χαμένα τα ‘χεις”. Πλην του λόγου μου την προσπάθεια θα την κάμω. Έχω και κάτι φίλους/φίλες εδώ που είναι της ψυχολογίας και της συμβουλευτικής υποστήριξης, αλλά μεγαλύτερη εμπιστοσύνη έχω στις δοκιμασμένες δικές μου μεθόδους.
Έγραψα λοιπόν 2 cd με τραγούδια, όχι από τα καλά μου, μα δεν είναι το θέμα μας.
Στο ένα έβαλα τραγούδια που… εκτελούμενα προσφέρονται για αντικατάσταση του στίχου. Το καρακαταγλέντησα και μου έφτιαξε η διάθεση με το ξεκίνημα. Μεγάλο σουξέ κατέκτησα σαν έπαιξε εκείνο του Λουκιανού Κηλαηδόνη το “Πού πάμε κύριοι”, ξέρετε εκείνο με τις αλλαξοαποτέτοιες. Που τα είχε με τη Σία πριν πηδήξει τον Ηλία, πριν τα φτιάξει με τη Λέτα που την φώναζαν Ψωλέτα, που κλεφτήκαν με τον Πάρη με το τσουρούτικο παπάρι, πριν χαϊδέψει τη Γωγώ…” Αυτό. Έδωσα ρέστα. Μόνο που τώρα από όλη αυτή την περιπεπλεγμένη περιπλοκή του στίχου, δεν θυμάμαι τίποτα απολύτως.
Ε, σαν το βαρέθηκα, έβαλα να παίξει το επόμενο cd. Αυτό είχε σαχλοτράγουδα που τα συνόδευα στη διαπασών, αλλά ερμηνευμένα (από την πάρτη μου) απολύτως κουμουνιστικά και με πνεύμα πέρα για πέρα αγωνιστικό. Τι εννοώ; Τα είπα (πάντα στη διαπασών) σαν να επρόκειτο για ΤΑ τραγούδια των αγώνων, με στίχο των ποιητικών περιγραφών και των υψηλότερων ιδανικών. Κι όλο αυτό ενώ ο στίχος ήταν το απόλυτο τίποτα, η απόλυτη σάχλα, μην αναφέρω παραδείγματα, τα ξέρετε εσείς, δεν σας φοβάμαι. Διηύθυνα και την ορχήστρα με το ελεύθερο χέρι όπως ο Μίκης στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης που σάρωνε γήπεδα κι αναπτέρωνε ψυχές πιεσμένες.
Ε, κάπως έτσι το πήγα μέχρι που έφτασα ξεκούραστος στον προορισμό μου. Αφήστε, μεγάλη επιτυχία. Στα φανάρια με κρυφοκοίταζαν κάτι περίεργοι, αλλά σιγά παλιόβλαχοι που θα κολώσω για τα μούτρα σας και θα περικόψω εγώ την ψυχολογική μου ανατσουτσούρωση, σκεφτόμουν και συνέχιζα. Απτόητος. Τέτοιες μικρές παρεκτροπές θα σας ορμηνέψω. Ανέξοδες και αποδοτικές. Αν όμως μου είστε ξυλάγγουρα (απαντάται το είδος), αφήστε την πρωτοβουλία στον/στην συνοδηγό και παρακολουθήστε το σόου οδηγώντας προσεκτικά. Βεβαίως είναι αποδοτικότερο αν είστε ο δράστης, αλλά από το ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.