Ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω
Εσείς, καλά μου και υπναρούδικά μου, που αρπάζετε τα συμπράγκαλα και ξεκουνάτε για την παραλία κατά το μεσημέρι, χάνετε τα καλύτερα. Έλα, εμπρός! Να μην ακούω χαζομάρες, με κρατούσε σφιχτά ο Μορφέας στην αγκαλιά, κάνω δουλειές και τέτοια. Να του δραπετεύσεις του Μορφέα, για να σε ξαναθέλει. Μην σε μπουχτίσει πια. Οι δουλειές γίνονται καθημερινές απόγευμα. Οργανωθείτε του λόγου σας! Όχι, δεν θα ολοκληρώσω παραφρασμένη την γνωστή ρήση.
Το πρωί η πικρογλυκοκυματούσα είναι απερίγραπτη! Μια μάγισσα είναι, ικανή με το ραβδάκι της να σου αρπάξει τα μυαλά, να τα ξεπλύνει και να τα τινάξει πέρα απαλλάσσοντάς τα από εμμονές και σκέψεις μίζερες, να στα επιστρέψει καινούργια. Η πρωινή επίσκεψη στη θάλασσα, είναι για το μυαλό και την καρδιά ότι το σέρβις για το αυτοκίνητο. Κι ότι το… δεν θυμάμαι τη λέξη, για τον υπολογιστή. Α, το Φορμάτ.
Χώρια που βρίσκεις θέση καλύτερη, απολαμβάνεις την ησυχία, εκείνη τη μαγεία της σιωπής δίπλα στο κύμα, χαζεύεις το πέταγμα των γλάρων, τις νυσταγμένες γκαρσονούλες ντυμένες ανάλαφρα, τότε τραβάς δυνατές γουλιές από τον καφέ σου, κατόπιν κρυφοαπολαμβάνεις το κολατσιό που κρύβεις στην τσάντα, μην σε πούνε κι αχόρταγο.
Αναμετράει η ματιά σου την απόσταση μέχρι την απέναντι ακτή, πάντα είναι ένα μυστήριο η απέναντι ακτή, επίσης αναμετράει την αποσταμένη ελπίδα που λέει ο ποιητής. Ύστερα ξεκουράζεις το ματάκι σου πότε στη γκαρσονούλα που σου φέρνει με νάζι το παγωμένο νερό και πότε στη βάρκα την “Ξανθούλα” που ξενερίζει και δένει στη σημαδούρα. Τον άπλυτο με τα τατουάζ που την κουμαντάρει δεν τον κοιτάς γιατί είναι σκέτη αηδία.
Ξανατραβάς γενναία γουλιά και τότε σκέφτεσαι σε τι ευλογημένο τόπο ζούμε. Παλεύουμε να τον κάνουμε σαν τη μούρη μας, μα εκείνος αντιστέκεται ακόμα. Γι’ αυτό σας λέω. Το μεσημέρι το τοπίο αλλάζει. Η θάλασσα αναμουτρουλίζεται (ναι, ανακατεύεται δηλαδή αλλά το είπα έτσι σε διάλεκτο εντελώς Αγουλινίτσης), τα μπαλάκια πάνε και έρχονται, τα σκουσμάρια των οικογενειών καλύπτουν την μουσική απόκρουση των μαγαζιών, οι γκαρσόνες δεν σου δίνουν προσοχή (και πού να πρωτοδώσουν τα δόλια κι αυτά), ο ήλιος ζεματάει, χοντρές που μιλάνε δυνατά πάνε κι έρχονται χωρίς ένα παρεό να καλύπτει ότι χρήζει κάλυψης, και γενικώς δεν λέει.
Γι αυτό, ρημαδοετοιμαστείτε μια στάλα νωρίς. Εν κατακλέιδι: Ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω. Έτσι έκλεινε το κήρυγμά του ο θεολόγος του σχολείου.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.