Νικολοβάρβαρα και πολιτικοί
Νικολοβάρβαρα, σου λέει! Ναι, μικρά μου αθώα και άμαθα. Έτσι ονοματίζει ο λαός της αγνής ελληνικής υπαίθρου τούτο το τριήμερο, ή τέλος πάντων έτσι το ονομάτιζε κάποτε γιατί τώρα και κει οι γριές βλέπουν εκπομπές γκουρμέ μαγειρικής κι ύστερα μεριάζουν το τσεμπέρι να βάλουν στο αυτί το άϊφον, ενώ οι γέροι στο καφενείο ξύνoυν τα αρχίδια τους, φτύνουν, βήχουν, κλάνουν και το μυαλό τους είναι στο TAXIS, στο τάμπλετ του εγγονού, στην αναβάθμιση του κινητού και σε έναν κώλο τριζάτο που περνά απέναντι. Άλλοτε λοιπόν, τούτες τις μέρες τις λέγανε Νικολοβάρβαρα. Γιατί έκανε κρύο βαρβάτο και τα κούτσουρα στοιβάζονταν στο παραγώνι.
Πλην σήμερα βάζω το χέρι αντήλιο και αγναντεύω πέρα μακριά, όσο αφήνουν οι πολυκατοικίες, κατά την Πάρνηθα. Λιακάδα, χαρά Θεού. Ήρθανε τα πάνω κάτω. Παλιά επίσης ξέραμε ότι οι δεξιοί πολιτικοί τρώνε τρώνε τρώνε, κρύβουν τις καταθέσεις σε λογαριασμούς εξωτερικού, κρύβουν εισόδημα από την εφορία, κουκουλώνουν τα χαρτιά, μεταβιβάζουν ακίνητα, τα κρύβουν, θολώνουν τα νερά προς ίδιον όφελος. Έτσι ξέραμε. Τους λουζόμαστε, προσπαθούσαμε να επιλέξουμε τους καλύτερους από δαύτους, αλλά συχνά μας το μπέρδευε η υποχρέωση που είχαμε απέναντι σε κάποιον, οι πιέσεις, χιλιοειπωμένα, κομμάτι αναπόσπαστο της ηθογραφίας μας των τελευταίων δυο αιώνων.
Γι’ αυτό πέρυσι ψηφίσαμε την αριστερά. Όχι προσωπικώς, αλλά δεν μας πίκρανε η ανατροπή. Τουναντίον. Είπε ο κοσμάκης “Οι μούτσοι που πηδούσαμε, γίναν καπεταναίοι”! Και περίμενε. Τον πρώτο καιρό είπε “Έκαμε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμον όλο”, έβλεπε στην τηλεόραση τις μουτσούνες τους στην βουλή κι έλεγε “Οι ακαμάτρες κι οι ζαβές έχουν τις τύχες τις καλές”. Υπεμονή, μου είπε τις πρώτες μέρες η γειτόνισσά μου η Κίκιω στην εξωτική Αγουλινίτσα, ετοιμόλογη ανά πάσα στιγμή αν και αναντάμ βασιλόφρων.
Κατόπιν ήρθαν οι διαβουλεύσεις, οι ατελείωτες διαπραγματεύσεις των 17 ωρών, έβγαλε ο Αλέξης έρπη, ξεσπάθωσε η καπεταν Ζωή, μπήκε δελτίο στις αναλήψεις, έγινε κωλόχαρτο το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης (μεταξύ μας, δεν το διάβασα γιατί δεν περίμενα κάτι καλύτερο από δαύτους, ακούω που λέτε εδώ διάφορα, αλλά ας όψονται που οι άλλοι ήσαν τενεκέδες ξεγάνωτοι), βγήκε μπροστά η Τασία, η Σία, η Σάρα και η Μάρα, χάσαμε την Ραχήλ μα την κέρδισε η τέχνη, βγήκαν οι εκπρόσωποι του κράτους στις κοινωνικές εκδηλώσεις και επίσημες τελετές ντυμένοι με κάτι παλιόσκουτα (από στυλ, όχι από ανέχεια), δεν ήξερες αν πρέπει να ξεκαρδιστείς στο γέλιο, να τραγουδήσεις Σαββόπουλο ή να κλάψεις.
Μετά ήρθαν κι οι αποκαλύψεις. Η διαπλοκή έστησε ολόκληρο μηχανισμό συκοφάντησης των υπουργών και αριστερών στελεχών πως τάχαμου δήθεν κρύβανε λεφτά, ακίνητα, αμοιβές, χρωστούμενους φόρους, τέτοια δεξιά καμώματα να τα κάνουν οι αγνοί αριστεροί αγωνιστές, βοήθεια πνίγομαι, σπάσανε οι βόθροι και ξεχείλισαν. Ήρθανε τα πάνω κάτω.
Να λοιπόν λιακάδες τα Νικολοβάρβαρα, να η καμέλιά μου ολάνθιστη τέτοιον καιρό, να ένας ολόκληρος μηχανισμός… μεταποίησης. Δεν θα ξαναπώ για ΕΝΦΙΑ και εφορίες μη συγχυστώ Σαββατιάτικα. Ούτε άλλα θα πω γιατί θα χοντρύνει το πράγμα, θα ξεφύγουμε και δεν θέλω να σας πικράνω, μήτε να σας κακομάθω με λεξιλόγιο πεζοδρομίου παιδιά και κορίτσια πράγματα. Θα δρέψω ρόδα μυρωμένα στη λιακάδα. Ξαμοληθείτε και του λόγου σας.
Δεν έχω νεύρα με τους σημερινούς κυβερνώντες, ούτε τους μισώ. Δεν είναι δα και το Πασόκ της νεότητός μας. Από τούτους δεν περίμενα κάτι άλλο. Είναι άτυχοι που δεν υπάρχει αντίπαλο δέος, θα μείνουν στο γκουβέρνο καιρό και ξέρουμε πως δεν το θέλουν. Άλλα όνειρα είχαν και στόχους. Τα νεύρα, την αηδία και την αγανάχτηση τα έχω με τους άλλους. Τους εντελώς Τενεκέδες ξεγάνωτους.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.