Θα το πω και δεν θέλω υπονοούμενα περί τις χρονολογίες. Κωλόπαιδα!
Όταν ήμουν παιδί, πριν αρχίσω να βγαίνω με σκουφιά και γάντια για τα κάλαντα με ξύπναγε η μάνα μου σαν αύριο πρωί να προλάβω στις 6 ακριβώς να ακούσω τα κάλαντα των Χριστουγέννων από το ραδιόφωνο. Χορωδία. Μου φαινόταν ό,τι ωραιότερο μετά από τα φάλτσα που άκουγα να γκαρίζουν τα μεγαλύτερα παιδιά του χωριού (πάνω που βραχνοκοκόριζαν) τρέχοντας ολονυχτίς στα καλντερίμια. Εκείνη την ώρα άνοιγε το πρόγραμμα της κρατικής ραδιοφωνίας, πρώτα η μουσική του “Τσοπανάκου” και κατόπιν τα κάλαντα. Ένα ξύλινο ραδιόφωνο πάνω στο κομμό, σκεπασμένο από κάλυμμα κλαρωτό, όλο σούρες. Ε, σαν ξημέρωνε τρώγαμε δίπλα στο τζάκι τηγανόψωμο που το βουτάγαμε στο πετιμέζι, φουσκωμένο ζυμάρι κομμένο σαν δάχτυλα μακριά. Σε λίγο έβγαινε από τον φούρνο κι η παιδική κουλούρα, μου έφτιαχναν κι οι γειτόνισσες, δεν είχα τι να τις κάνω πια.
Και όπως προείπα, δεν θέλω αηδίες. Όποιος επιχειρήσει να μου την πει, θα του απαντήσω πως αυτός την αντίστοιχη μέρα στην ίδια ηλικία έβλεπε χαζομάρες στην tv και έτρωγε πλαστικούρες. Γι αυτό τώρα σπινθηροβολεί το πνεύμα του και εκσφενδονίζει αυτά τα ωραία πειράγματα. Ε, μα… πήγες γυρεύοντας. Καλό βράδυ. Φεύγω λίαν πρωί, να μου περάσετε καλά (αν και φτωχά).
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.