“Ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρο…” τότε ο υποφαινόμενος μάζευε ρουχισμό και χίλια μύρια δυο, χρειαζούμενα και μη για τις πασχαλινές διακοπές. Λίαν πρωί, με βροχές και καταιγίδες, το πλοίο σαλπάρει. Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται, είπα και το αποφάσισα. Ναι, σωστά μαντέψατε τον προορισμό, δεν θα σας εκπλήξω. Στη δουλειά όλα εντάξει, έκανα όσα έπρεπε μέχρι του Θωμά που επιστρέφουμε κάθε χρόνο οι ξεχασμένοι του Πάσχα, τα λελουδικά θα ποτίζονται αυτομάτως, ο κολλητός μου ο Θωμάς κατέβηκε οικογενειακώς από των Βαΐων και μου κάνει ζήλειες που ψάλει κάθε βράδυ σαν “Λαμπριάτικος ψάλτης” της προσκολλήσεως, κάτι άλλα φιλαράκια που αφήνω πίσω δεν τα φοβάμαι, είναι συνηθισμένα στα δύσκολα, το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα και κατέληξα πως μπορώ να ξαμολυθώ χωρίς έγνοιες. Θα έχει και η μάνα μου κάτι λαδερά απερίγραπτα με ζεστό ψωμί. Κουκιά χλωρά με αγκινάρες και αρακά με αγκινάρες (η αγκινάρα σταθερή αξία την Μεγαλοβδόμαδα), τι να κάνω ο καημένος… Υπέκυψα. Είχα έναν ενδοιασμό που φεύγω άφραγκος, πιο άφραγκος από άλλα χρόνια, (ε μια δόση επιδότησης θα δοθεί όσο να ‘ναι), αλλά και τι να έκανα… Δεν την αντέχω την Αθήνα το Πάσχα.
Διαβάζω ένα αφήγημα του Αντώνη Σουρούνη, “Πάσχα στο χωριό” και μερακλώθηκα. Επίσης τα πασχαλινά του κυρ’ Αλέξανδρου δεν λείπουν από το ρεπερτόριό μου των ημερών, να δω τι θα πρωτοκάμω. Αγροτικές εργασίες, οικιακά, φαγοπότια, περιπάτους παραθαλασσίους, καφέδες με λακριντί περί ανέμων και υδάτων, ξαναφαγοπότια, γλυκοχαιρετούρες δώθε-κείθε, επισκέψεις σε φίλους, παιχνίδια με μικρανίψια, ξαναπεριπάτους μέσα από κήπους ολάνθιστους και τα μεσημέρια προ φαγητού ούζο στο καφενείο με κάτι τηγανιτά της κολάσεως. Εκείνη την περιφορά της Μ. Παρασκευής με το αεράκι Επιταφίου να μου δροσίζει το μυαλό, σιγοψάλλοντας το “Έρραναν τον τάφον ” και με τα σπίτι κατάφωτα ενώ οι κυράδες θα ανάβουν κεριά στερεωμένα στις γλάστρες καίγοντας καρβουνάκια με λιβάνι άφθονο, δεν το αλλάζω. Αυτά θα περιλαμβάνει το πρόγραμμα. Τίποτα πρωτότυπο, τίποτα καινούργιο, αν και θα ήθελα τόσα πολλά. Μα όλα μέσα σε ένα τοπίο μαγικό. Και με την βλάστηση να οργιάζει. Γιατί έτσι είναι η εξωτική Αγουλινίτσα, των οργασμών. Έστω και μόνον της φύσεως.
Συνελόντι ειπείν, θα το ρίξω το καρφί μου. Στην εκκλησία πηγαίνετε και λίγο νωρίτερα από το Χριστός Ανέστη, στήστε αυτί στα λόγια των ψαλμών, να ξετρίψει το αυτάκι σας σε καλά ελληνικούλια που μου τσαμπουνάτε από εδώ εκείνο το αμίμητο “στέλνω στα φιλαράκια μου φιλούρες και μια μεγάλη καλημέρα” και βγάζω φλύκταινες. Άντε καλά μου. Να μου περάσετε καλά. Καλή Ανάσταση! Γενικώς…
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.