Να λοιπόν, που τα φαντάσματα έπαυσαν να εμφανίζονται μεσάνυχτα…
Ασώματα και εφιαλτικά περιπλανιούνται ανάμεσά μας, καταμεσήμερο της σήψης και της παρακμής. Σε σώματα τυχαία προσδοκούν να κατοικίσουν, μορφή ανθρώπινη ζητούν να οικειοποιηθούν, σε αδειανά όνειρα εφορμούν, διάτρητες ιδεολογίες επιχειρούν να καταλάβουν… Μέσα στο θόρυβο της καθημερινότητας, μέσα στη βοούσα ιδεολογία της επικυριαρχίας των μετρίων περιφέρονται κι όπως αναζητούνε καταφύγιο, σκοντάφτουν σε πτώματα μάγων και ιεροεξεταστών και διαχέονται, σύννεφα λευκά που τα σκορπίζει ο άνεμος, σε ημέρες λοιμώδεις και εποχές πενθηφορούσες.
Να λοιπόν, που τα φαντάσματα έπαυσαν να εμφανίζονται μεσάνυχτα…
Στην αποξηραμένη λίμνη των ιδεών και των ιδεολογημάτων, στην κεκαυμένη ζώνη των θρησκειών και των φιλοσοφημάτων, δίπλα στο μοναχικό παρασκευαστήριο της ελπίδας, ξεπροβάλει απαστράπτουσα η «σκηνή» του μαρτυρίου! Και μια ατέλειωτη σειρά ανθρώπων και πνευμάτων, εποχών, επαναστάσεων, ιδεών και κηρυγμάτων, που σβήνει και χάνεται μέχρι την κορυφογραμμή της επόμενης μέρας που ποτέ δεν ανατέλλει…
«Περάστε κόσμε», ακούγεται οξύηχη και επίμονη η φωνή του κήρυκα, «η παράσταση έχει κιόλας τελειώσει… Δεν έχει τίποτα να δείτε… Σε τίποτα δεν μπορείτε πλέον να ελπίζετε, οι ηθοποιοί έχουν κιόλας αποχωρήσει…» Μετέωρες οι άυλες μορφές, σχεδόν τρομοκρατημένες παραμένουν αναποφάσιστες στον προαύλιο χώρο καθώς η αναιδής φωνή του κήρυκα τις προκαλεί. «Περάστε κόσμε… Περάστε… Δεν αξίζει η Ιθάκη, το ταξίδι είναι που αξίζει, έτσι δεν είπε ο ποιητής; Περάστε, ίσως συναντηθείτε με όλα όσα έχετε κιόλας ξεχάσει… Ίσως ανακαλύψετε τον χαμένο χρόνο, τις τσαλαπατημένες αξίες… το εφιαλτικό αύριό σας… Περάστε νεκροί και ζωντανοί, περάστε… Η παράσταση έχει κιόλας τελειώσει… »
του Χάρρυ Κλυνν