Μμμμμ! Γύρευα μια αφορμή και την βρήκα. Μετά θα πούμε και τους χίλους δυο λόγους τούτης της ξαφνικής …ψιλοεφορίας έτσι στα ξεκούδουνα.
Έκανα εξετάσεις. Ναι, σωστά το λέω ντε, μην αρπάζετε το κόκκινο μολύβι για τις διορθώσεις, δεν έγραψα εξετάσεις, τις έκανα. Ιατρικάς. Το αποτέλεσμα ικανοποιητικόν. Και μην ακούσω εξυπνάδες περί προκεχωρημένου. Μήτε χοληστερίνες, μήτε τριγλυκερίδια, μήτε ζάχαρο, μήτε τρανσαμινάσες ή κάπως έτσι, μήτε προστάτης, μήτε πέτρες, τίποτα τίποτα τίποτα. Απαξάπασες οι τιμές σε ύψη κανονικά. Η γιατρός, συμπαθέστατη, είπε να μην στεναχωριέμαι με μαλακίες (έτσι ακριβώς το διατύπωσε) και τώρα πια με τις εξετάσεις αυτές ανά χείρας και με ένα ψιλοκαλούτσικο Ε9 θα καλοπαντρευτώ και στα δικά σας οι λεύτεροι.
Αυτό είναι η αφορμή. Οι λόγοι πολλοί.
Να ξορκίσω τούτη την μουρτζουφλιά και την κλαψομουνίαση που παίρνει διαστάσεις επιδημίας, ο κυριότερος, να μην πλήξω το Σαββατόβραδο επαναλαμβάνοντας τις χαζομάρες του προηγούμενου (αυτό θέλω να τονιστεί με φωσφορούχο), να γιορτάσουμε κατανυκτικά τον άγιο Βαλεντίνο μεγάλη η χάρη του, να φάμε κάτι καλό με πέντε φίλους. Έτσι μου ήρθε ένα κάτι ξαφνικά το απόγευμα μετά από δυο βαρβάτες κουταλιές μερέντας, κάνω μια έτσι αποφαινόμενος πως “Η φτώχια θέλει καλοπέραση και η πουτανιά φτιασίδι”, καταπιάστηκα μονάχα με την φτώχια αφήνοντας την πουτανιά κατά μέρος (όχι πως δεν είναι καλή, ίσα-ίσα) και είπα να καλοπεράσω. Μμμμμ! Τίνι τρόπω, αναρωτήθηκα κοιτάζοντας 25 ευρώ που κρύβω σε ένα τσεπάκι τσάντας για μια ώρα δύσκολη. Άνοιξα την κατάψυξη, αναποδογύρισα σακούλια και πακέτα (έχω απόθεμα γιατί ο πατέρας μου που έζησε δύσκολα χρόνια έλεγε πάντα να ψωνίζουμε φαγιά καλού-κακού) μέχρις ότου την βρήκα διπλωμένη & ξεχασμένη, Μια Κότα στρουμπουλή & αλανιάρα, Αγουλινίτσης. “Κότα χήνα τον Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη” αναφώνησα την παροιμία, μέτρησα τις μέρες στα δάχτυλα, μας ξέφυγε ένα δεκαήμερο, αλλά εντάξει. Κότα βραστή, με σούπα αυγολέμονο. Χειμωνιάτικο φαγητό. Ε, κάτι ψιλά θα το συμπληρώσουν και βεβαίως κρασί.
Κάτι συνήθειες παλιές που βγαίναμε για φαγητό μια γιορτή μια σχόλη, που υποκλίνονταν οι σερβιτόροι στην πόρτα, που τραβούσαμε τις καρέκλες να καθήσουν οι κυρίες της συντροφιάς, που παραγγέλναμε μια χαρά κι ύστερα μας έφερναν ένα γλύκισμα κέρασμα του καταστήματος, πάνε αυτά να ζήσουμε να τα θυμόμαστε. Βέβαια δεν πάνε για όλους, όσοι είχανε τα πόστα τα καλά (μην ξαναλέμε ποια πόστα) κάνανε την μπάζα τους και τα απολαμβάνουν ακόμα στην υγειά μας. Αλλά δεν βαριέστε. Τα απολαμβάνουμε κι εμείς κατ’ οίκον. Γιατί ξέρουμε να απολαμβάνουμε τα λίγα και γιατί έχουμε φίλους. Και επίσης γιατί κανείς δεν έχει λόγο να εύχεται να μας καθίσει το φαΐ στον κώλο, όπως κάνουμε εμείς. Για εκείνους με τα υψηλά πόστα ντε.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.