Σάββατο, ε! Αλλά κρύο. Ένα πάνελ-θερμοπομπός υπερύθρων που φρεσκοψώνισα ελπίζω να κάνει δουλίτσα. Ε, δεν θα σκάσω κι από την κάψα, να κυκλοφορώ ξεβράκωτος, απλά ίσι-ίσα να μην τρεμοκουκουρίζω σαν το γατί. Γιατί τι να κάμω πια; Να ανάψω φουφού στη βεράντα; Εκεί που έψαχνα στα μαγαζιά, έβλεπα κόσμο να αγοράζει μεγάλες μαντεμένιες ξυλόσομπες-μασίνες μετά φούρνου! Γαμώτο. Ζήλεψα. Φαντάστηκα μια αλουμινένια κατσαρόλα πάνω να βράζει ραδίκια του βουνού και στο ταψί χοιρινό με πατάτες. Αλλά αυτά δεν γίνονται στο διαμέρισμα, ξαναγαμώτο. Γι αυτό θα νυμφευτώ, το αποφάσισα. Μια ψυχή που είναι να βγει, ας πάει στα κομμάτια. Τι τα θέλω τα κολύμπια και τις γυμναστικές; Να με καμαρώνει η βουλγάρα από απέναντι; Μια βλαχοπούλα θα πάρω, θραψερή, να μοσχοβολάει ο κόρφος της αγριορίγανη, να έχει μάνα νοικοκυρά πολύ και λιγομίλητη, αλλά πλακατζού (αυτά απαραίτητα), να είναι μαστόρισσα στα τσιγαριστά. Η μάνα σε αυτά, η θυγατέρα σε άλλα, μην τα μπλέκουμε. Αλλά κι η κοράκλα να νογάει μια στάλα από μαγειρική, μην είναι ανασκελού (κάτι μανάδες αυστηρές στο χωριό βρίζαν έτσι την τεμπέλα τους), να πιάνει το χεράκι της ΚΑΙ την κουτάλα με τον τέντζερη, να σκαρώνει ένα ραβανί, μια μουσταλευριά, μια σπανακόπιτα, ένα φρικασέ στο τσακίρ κέφι. Κέντημα και αργαλειό απαραίτητα. Σόι μεγάλο δεν θέλω γιατί βαριέμαι τα χαζά. Αλλά και να έχει, θα το κρατήσω σε απόσταση ασφαλείας από το κονάκι μας, ξέρω τη συνταγή. Κρεμάω μουτσούνα, σαν παραπάρει θάρρος η θειάκω και κατσικωθεί, με βλέπει και της κόβεται το κάτουρο. Δεν ματαζυγώνει, μήτε ξεστομίζει κείνα τα κακιασμένα του χωριού. Βαριοΐσκιωτος ο γαμπρός, θα μουρμουρίσει μονάχα και θα πισωπατήσει. Με τούτα και με κείνα μου χόχλαξε ο καφές. Μα τι είναι αυτά που λέω Θεέ μου, Θεέ μου! Κάτι τέτοια βουκολικά τα έγραφα προ αμνημονεύτων σε κάτι εφηβικά ηθογραφικά διηγήματα. Πού να ξανοίγεσαι τώρα, να παραλαβαίνεις προικιά, οι βλαχοπούλες θέλουνε γάμο τρικούβερτο, να στολιστούν με τρεις σειρές γιορντάνια και τζοβαϊρικά, να σειστεί το πελεκούδι στα λαλούμενα. Άσε με καλό μου κι έχω να χορέψω καλαματιανό είκοσι χρόνια, δεν θυμάμαι πια τα βήματα. Το επόμενο Σάββατο, δίπλα στη θάλασσα, τότε θα σκεφτώ την λύση στο πρόβλημα. Ή θα παρασυρθώ και θα ξεχαστώ να μετράω τα κύματα…
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.