Μια βάρκα ήταν μόνη εκεί σε θάλασσα γαλάζια…
Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι! Τάματα, βλακώδεις αοριστολογίες, απλοϊκές δικαιολογίες και κλείσιμο του ματιού πονηρά υποσχόμενο… Τςςςςςς ανατρίχιασα. Από κάποιον ζωολογικό κήπο λάκισαν αυτοί, δεν μπορεί…
Βαρομετρικόν ψιλοχαμηλόν!
Πρώτο Σάββατο μετά το Μεγάλο που δεν λουτροκοπανιέμαι σήμερα. Δεν πειράζει, παρηγοριέμαι, θα φτιάξω ένα παστίτσιο μερακλίδικο για το βράδυ και θα καλέσω φίλους να αποχαιρετίσουμε το καλοκαίρι στο μπαλκόνι, ανάμεσα στα λελουδικά μου που οργιάζουν. Έτσι το ονοματίζω, ύστερα το φιλοσοφώ κομματάκι και λέω Ε, ας οργιάσει και κάτι, σώνει πια η ατονία.
Με την αυγή κρυφοκοίταξα τον καιρό κάτω από την τέντα, όπως τότε στο σχολείο που περιμέναμε εκδρομή, τον είδα ψιλοκαλούτσικο, τι σκατά, θα γλυκάνει είπα και ετοιμάστηκα. Για παραλία ντε, για πού αλλού θα το κάναμε θέμα; Παράβλεψα ορμήνειες φίλων του τύπου Πού πας μεγαλούτσικος άνθρωπος, έχεις κι εύκολο το πούντιασμα, τέτοια. Αλλά πού! ετοίμασα τσάντα, έβαλα εμπρός την κούρσα και στου δρόμου τα μισά είδα τα φύλλα τα χρυσά τα φθινοπωρινά να τρεμουλιάζουν από μαϊστράλι… καθόλου γλυκό.
“Μια βάρκα ήταν μόνη εκεί σε θάλασσα γαλάζια κι ήτανε κι ένας γλάρος με ολόασπρα φτερά. Κι όλο την κοντοζύγωνε για να της κάνει νάζια και τις φτερούγες του έβρεχε στα γαλανά νερά…”
Το τραγούδησα προς ενθάρρυνσιν, πλην φευ! Έκαμα επί τόπου μεταβολή, πήρα τον πικρό τον δρόμο της επιστροφής κι έμεινα με τον στολισμό και τον εξοπλισμό θαλάσσης ανά χείρας. Πάλι καλά. Άλλοτε πήγαινε και με χειρότερο καιρό, τώρα υπολογίζουμε τα γαλόνια (της βενζίνης ντε κι εσείς).
Δεν πειράζει είπα, θα το γλεντήσω στο σπίτι με ραδιόφωνο και δουλειές. Αλλά, μεταξύ μας, τι πίκρα και τούτη! Μια κουβέντα παρηγοριάς που θα φέρει στις καρδιές την απαντοχή, από πουθενά δεν ακούς τελικά. Μόνο δηλώσεις, υποσχέσεις, προβλέψεις, κουβέντες που τις ακούς σαν την πορδή του γείτονα. Ε, δεν την συγκρατείς κιόλας να την επεξεργαστείς στο μυαλό σου, να κάνεις σκέψεις δεύτερες. Λόγια που τα άκουσες μια κι έξω. Ενώ άλλο είναι το ζητούμενο.
Έχω πολύ ανάγκη να βρω λόγους, αφορμές, αιτίες να ξανααγαπήσω την πατρίδα μου. Να νοιώσω περήφανος που γεννήθηκα σε τούτον τον τόπο. Να θυμηθώ ποιήματα & γιορτές με νοσταλγία, να δακρύσω στο άκουσμα του εθνικού ύμνου, να ξαναδώ τον θαυμασμό στα μάτια των ξένων επισκεπτών που δεν θα είναι μονάχα για τον ήλιο και την θάλασσα. Και προπάντων να μην ξαναχαρώ στις ειδήσεις εκείνες τις ίδιες μουτσούνες που με παραμυθιάζουν και με αηδιάζουν χρόνια τώρα με κάτι γλυκερές αρλούμπες & δεν λεν να κρυφτούν σε ένα λαγούμι βαθύ.
Μαλαματένια λόγια στο μαντίλι…
Πάρτε το απόφαση. Τις λύσεις θα τις δώσουμε μόνοι μας, εμείς θα πάρουμε τις αποφάσεις. Με μυαλό καθαρό αλαφρωμένο αριστερούτσικων ιδεοληψιών και περιττών βαρών. Αλλά δεν πτοούμεθα. Εμείς τα παιδιά της θαλάσσης για έναν λόγο περιπλέον. Το γαϊροκαλόκαιρο του Οκτώβρη είναι μπροστά μας, θα ξαμολυθούμε. Μαγιώ και πετσέτες σε ετοιμότητα. Χαρείτε το καλοκαιράκι στα ξελουτρίσματά του.
“…κι όπως ο μπάτης φύσηξε, της ήρθε ανατριχίλα κι αμέσως τρεμουλιάσανε τα φύλλα τ’ ασημιά. Και όλο συλλογιέμαι, συλλογιέμαι πως θά ‘ρθει…”
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.