Να ρωτήσω κάτι; Έχω κι εγώ την απορία μου. Τα τούρκικα δεν τα βλέπω, αλλά επειδή η τηλεόραση είναι μια παρέα μέσα στο σπίτι του εργένη, την αφήνω ανοιχτή καμμιά φορά. Όταν δεν έχω εκνευριστεί με τις ειδήσεις οπότε κλείνει για ένα 24ωρο. Κι επειδή όλοι μαγειρεύουν, ρίχνω καμμιά κλεφτή ματιά στο παιχνίδι με τα μαγειρόπουλα που διαγωνίζονται φιλότιμα και πονοκεφαλιάζουν αν τα φιλέτα κοτόπουλου που μαρινάρονται σε ένα ζουμί δεντρολίβανου, απορροφήσουν όλα τα αρώματα του δεντρολίβανου κι ύστερα ανησυχούν μπας κι επικρατήσει το άρωμα κανέλας ή η υφή του τζίντζερ πάνω στη σάλτσα γλυκοπατάτας. Άγχος και τούτο πάλι!
Εκεί, πάνω σε τέτοιον βαρύ προβληματισμό, μου ήρθε η απορία. Γιατί στο τέλος στήνουν κάτι πιάτα μισομερίδες; Τόσο τρώνε; Κι ύστερα εκείνες οι πινελιές σάλτσας γύρω κάτι σαν κουτσουλιά, σαν τσερλοκοπιό μωρού, τι ρόλο παίζουν μέσα σε ένα τεράστιο πλην αδειανό πιάτο με μια μπουκιά φαγητό τα μιζεροκαμαρώνει; Στολισμένο, δεν λέω. Κάτι κατσαρά που δεν θυμάμαι τι ακριβώς είναι γύρω γύρω, δυο κλωνιά μαϊντανός, μισό σπυρί ρόδι, ένα αγριοκούμαρο, κάτι άλλο κατσαρούτσικο κι έτοιμο να μοστράρει ενώπιον των συμπαθέστατων κριτών το γκουρμέ πιάτο.
Έξι τέτοια θέλω για να πω ότι έφαγα και να με συμπαθάτε. Κατόπιν θα πιώ ένα κουβαδάκι νερό, θα ρευτώ και θα σωριαστώ στην πολυθρόνα.
Α, εγώ το τουρλώνω το πιάτο μου. Όταν υπάρχει φαγητό. Απόψε ας πούμε, ένα γιαούρτι εκείνο με την πέτσα μέσα στο πήλινο, αυτό όλο κι όλο έχει το μενού, λόγω βαρεμάρας. Αλλά αν πω να μαγειρέψω, θα ανασκουμπωθώ, θα μεγαλουργήσω και στο τέλος θα το τουρλώσω. Κι ύστερα θα δέσω πετσέτα γύρω στο λαιμό, θα πέσω πάνω με τα μούτρα και θα το κατασπαράξω. Ή τρώμε ή… άσε, δεν το λέω. Εμ!
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.