Μαρινέλλας το ανάγνωσμα
Ναι, είδα χθες τη Μαρινέλλα στο ΠΑΛΛΑΣ να μαγεύει το κοινό της πλαισιωμένη από μια φιλαρμονική και μια μεγάλη χορωδία. Χειροκρότησα άλλη μια φορά το φαινόμενο. Έρως παιδιόθεν.
Εξήντα χρόνια καριέρα. Πρώτη πάντα. Δέκα καριέρες σε μια. Το αξιοθαύμαστο είναι ότι, εξήντα χρόνια μετά, τα θέατρα, οι συναυλιακοί χώροι, τα κέντρα που εμφανίζεται, όλα κατακλύζονται από κόσμο που την χειροκροτεί και την αποθεώνει.
Την έχω δει πάρα πολλές φορές μέχρι σήμερα. Η πρώτη ήταν το 1978 στο “ΖΟΥΜ” στην οδό Κυδαθηναίων, βράδυ Πρωτοχρονιάς. Κοσμοσυρροή. Μας είδαν πιτσιρίκια και μας παραπέταξαν σε κάτι σκαμνιά μπροστά στην πίστα, θυμάμαι σε μια φιγούρα έτσι όπως πηγαινοερχόταν στο “Να ‘ταν τρελός ή παλληκάρι” με κουκούλωσε το φαρδομάνικο. Ως τότε είχε είκοσι χρόνια καριέρας, πάλκο-καρέκλα κι οι μεγαλύτερες πίστες της Αθήνας, τότε που άλλαξε μόνη της τον τρόπο διασκέδασης, που τραγούδησε τα ασήμαντα κάνοντάς τα σημαντικά.
Πέρασαν χρόνια πολλά, εκατοντάδες τραγούδια δισκογραφημένα, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, σήριαλ, αφιερώματα σε συνθέτες, Μέγαρο Μουσικής, Ηρώδειο, Ολυμπιακό Στάδιο, επαρχιακά υπαίθρια θέατρα. Την είδα και την άκουσα πολλές φορές. Κάθε φορά με εντυπωσίαζε εξίσου. Πριν δέκα χρόνια στο “Αθηνών αρένα” πήγε να την ακούσει η μισή Ελλάδα. Εκδρομικά πούλμαν έφερναν θαυμαστές από την επαρχία.
Πέρα από τη χροιά και την έκταση της φωνή της, πάντα με εντυπωσίαζε η σκηνική της παρουσία. Θυμάμαι τα πανηγύρια στο χωριό εκεί στα τέλη δεκαετίας του ’60, που μιμούνταν κάθε κίνηση κι ανάσα της οι πλανόδιες τραγουδίστριες (αργότερα τα διαπίστωσα αυτά). Με τα τραγούδια της έβγαζαν ολόκληρο πρόγραμμα. Το 1973 οι πρώτοι δίσκοι σε ζωντανή ηχογράφηση, το φαινόμενο είχε εκδηλωθεί. Αυτό που με την παρουσία της γέμιζε τη σκηνή, που έκλεβε τα μυαλά των θεατών με το μαγικό ραβδί. Κι ύστερα εκείνα τα χέρια της! Μόνο παρακολουθώντας τον Μίκη Θεοδωράκη σε συναυλίες είχα δει να συμμετέχουν τόσο τα χέρια του καλλιτέχνη, να τονίζουν, να μεγαλώνουν την κάθε φράση. Κι ακόμα εκείνες οι ανάσες ανάμεσα σε κάθε φράση, ένας κρυμμένος λυγμός.
Στη χθεσινή παράσταση, εκτός από “Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα” του Γιάννη Μαρκόπουλου σε στίχο υπέροχο του Μάνου Ελευθερίου και από το θρυλικό “Άνοιξε πέτρα”, κορυφαία στιγμή ήταν η μόλις πήρε το μικρόφωνο κι είπε το “Έλα γι’ απόψε” του Χρήστου Χαιρόπουλου. Το είπε σαν να έπαιζε ένα μονόπρακτο θεατρικό. Τούτη την κουβέντα είχε πει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος για την ερμηνεία της στο ‘Έλα γι’ απόψε”, στην παράσταση “Η Μαρινέλλα τραγουδά και θυμάται” στο Μέγαρο τον Μάιο του 1998. Από τότε το συμπεριλαμβάνει σε κάθε παράσταση. Στο Μιούζικαλ, στην συνάντηση με την Βέμπο, στη συνεργασία με την Φιλαρμονική της Κερκύρας. Κάθε φορά είναι ανατριχιαστική. Χθες το βράδυ με τούτο το τραγούδι μάγεψε το κοινό, άκουσε διάφορα κολακευτικά από τους ασφυκτικά γεμάτους εξώστες, μα δεν απάντησε. Πήρε βαθειά ανάσα και συνέχισε.
Ε, καμμιά φορά ακούει κανένα πικρόχολο σχόλιο διαφόρων που υπολογίζουν τα μεγέθη με τη δική τους μεζούρα. Εκείνη παίρνει βαθειά ανάσα και συνεχίζει. Αν και το φλογερό της ταμπεραμέντο, είμαι σίγουρος, της υπαγορεύει να ξεφουρνίζει καμμιά ατάκα από κείνες που τσακίζουν κόκαλα, αλλά πειθαρχημένη και προσηλωμένη όπως είναι στην δουλειά της, δεν απαντά.
Τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί και άλλη μια πτυχή του πολύπλευρου ταλέντου και ταμπεραμέντου της. Δίνει κάτι λίγες συνεντεύξεις, αν και μόνο με την ευκαιρία παρουσίασης κάποιας δουλειάς ή εκδήλωσης. Αλλά συνεντεύξεις απολύτως κανονικού ανθρώπου. Που δεν έχει λόγω να υποκριθεί παρά μονάχα στη σκηνή. Της γυναίκας που έχοντας αυτήν την τεράστια σε διάρκεια και μέγεθος καριέρα έχει ακούσει τα άπειρα από επώνυμους και ειδικούς, έχουν γραφτεί τα διθυραμβικά σχόλια, αλλά παρά ταύτα εκείνη πατάει γερά στα πόδια της. Ξέρει από πού έρχεται και μέχρι πού φτάνει.
Σε αντίθεση με πολλούς της τέχνης της και δεν εννοώ τις καρακαλτάκες και τα νούμερα που λένε κουλαμάρες. Εννοώ καλλιτέχνες σπουδαίους που όμως ξεφεύγουν διατυπώνοντας απόψεις για τα πάντα, με έμφαση στα πολιτικά, ανατέμνουν τα κοινωνικά προβλήματα που προκαλεί η οικονομική κρίση επειδή τα γνωρίζουν πολύ καλά, ότι προς τάχαμου δήθεν, ανασκολοπίζουν την αισθητική, φθείρονται ως καλλιτέχνες και γελοιοποιούνται ως άτομα. Να πω παραδείγματα; ‘Όχι, θα μακρηγορήσω.
Η Μαρινέλλα λοιπόν μιλά σαν κανονικός άνθρωπος που έχει αφιππεύσει του καλαμιού. Δεν έχει ανάγκη να παραστήσει κάτι άλλο από αυτό που είναι. Έχει πυξίδα όλα όσα έμαθε πορευόμενη με την τέχνη της, όσα της δίδαξε η ζωή σαν μυθιστόρημα που έζησε και όση ενέργεια παίρνει καταγινόμενη σε μια προσπάθεια διαρκή να κρατήσει την φωνή και να βελτιώνει τις τεχνικές της. Έλεγε κάποτε ο Μιχάλης Κακογιάννης ότι στα παρασκήνια και στις πρόβες της μυθικής παράστασης “Όμορφη πόλη” (1962), η Μαρινέλλα σιωπηλή έφτιαχνε τους καφέδες των συντελεστών. Του Μίκη, του Κακογιάννη, του Μποστ. Και άκουγε τα πάντα. Τα ρουφούσε σαν το σφουγγάρι.
Όχι απλώς έξυπνη. Γάτα με πέταλα. Αν δεν ήταν, θα είχε ενδώσει στις άπειρες τηλεοπτικές προσκλήσεις, πολλές έγιναν και δημοσίως, θα είχε φθαρεί σε λόγια άσκοπα. Έτσι χτίζονται οι μύθοι. Με επιμονή. Σε λίγα χρόνια στις Σχολές Μουσικολογίας και γενικώς σε καλλιτεχνικά εκπαιδευτήρια η ζωή της Μαρινέλλας, η καριέρα της και οι τεχνικές της, αυτές κυρίως, θα είναι αντικείμενο μελέτης και μεταπτυχιακών εργασιών. Μαθαίνω πως ήδη είναι. Και να σας εξομολογηθώ κάτι; Το είχα σκεφτεί δεκαετίες πριν. Ο Θεός την αξίωσε να έχει υγεία και διάρκεια. Για να την χαιρόμαστε.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.